Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Αν ήμουν Πειραιώτης

Ακριβώς σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις αξίζει πάνω απ’ όλα να σκεφτόμαστε και να παίρνουμε θέση. Γιατί προφανώς δεν υπάρχει δίλημμα όταν το ερώτημα είναι «Κάλλιο πλούσιος και υγιής ή πτωχός και ασθενής;». Ούτε στον Βόλο όπου αντίπαλος του Μπέου είναι ο Μαργαρίτης Πατσιαντάς του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε στον Πειραιά θα είχαμε δίλημμα αν αντίπαλος του Μώραλη-Μαρινάκη ήταν όχι μόνο ο Δρίτσας, αλλά ένας υποψήφιος του ΚΚΕ ή ένας οποιοσδήποτε δεξιός, πολλώ δε μάλλον ένας ευπρεπής δεξιός τύπου Κουμουτσάκου. Τώρα όμως;

Του Στρατή Μπουρνάζου
Δεν ψηφίζω στον Πειραιά, ούτε έχω κάποια ιδιαίτερη σχέση μ’ αυτόν. Κι όμως για τον Πειραιά θέλω να γράψω σήμερα. Γιατί δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς πολλά, ούτε να είναι μέγας ποινικολόγος για να καταλάβει ότι αυτό που πάει να γίνει, με τον Μαρινάκη-Μώραλη, ξεπερνά πολύ τα όρια της πόλης. Εισάγει ένα νέο μοντέλο που χτυπάει στην καρδιά της και τη δημοκρατία και την ίδια την πολιτική, εγκαθιστώντας ένα ζοφερό σύμπλεγμα που τα έχει όλα: χειραγώγηση και εξαγορά συνειδήσεων, επιχειρηματικά συμφέροντα, έλεγχο των media, ποδόσφαιρο, μισαλλόδοξους ιεράρχες και μπράβους, φανταχτερή no politica βιτρίνα. Και στο βάθος, στο ορατό πολιτικό βάθος πίσω από τη φαντεζί βιτρίνα, υπάρχει πολύ μαυρίλα, υπάρχει Χρυσή Αυγή ως το αναγκαίο πολιτικό υπόστρωμα στο οποίο επικάθεται το σώμα του Ολυμπιακού Πειραιώς με τη στήριξη του Βασίλη Σπανούλη ή του Γρηγόρη Ψαριανού. Πολλοί μιλάνε για μπερλουσκονισμό, πιστεύω όμως ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις που παραπέμπουν περισσότερο σε ρώσους ολιγάρχες των μετασοβιετικών δημοκρατιών του Καυκάσου.
Νομίζω ότι ως εδώ, μέσες-άκρες, συμφωνούμε. Τα δύσκολα αρχίζουν μετά: Τι κάνουμε αύριο στην κάλπη, με δεδομένο ότι το αντίπαλον δέος, ο Βασίλης Μιχαλολιάκος, είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να υπάρξει: ένας υπερδεξιός (για να μην πούμε ακροδεξιός) παραδοσιακός κομματάρχης της ΝΔ, αυταρχικός, ιδεώδης εκφραστής του παλαιοκομματισμού, των πελατειακών σχέσεων, του «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» – για να μη θυμηθούμε τις ακραία ομοφοβικές δηλώσεις του, τους στενούς δεσμούς του με την πειραϊκή Εκκλησία. Δύσκολα, πολύ δύσκολα. Ωστόσο, ακριβώς σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις αξίζει πάνω απ’ όλα να σκεφτόμαστε και να παίρνουμε θέση. Γιατί προφανώς δεν υπάρχει δίλημμα όταν το ερώτημα είναι «Κάλλιο πλούσιος και υγιής ή πτωχός και ασθενής;». Ούτε στον Βόλο όπου αντίπαλος του Μπέου είναι ο Μαργαρίτης Πατσιαντάς του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε στον Πειραιά θα είχαμε δίλημμα αν αντίπαλος του Μώραλη-Μαρινάκη ήταν όχι μόνο ο Δρίτσας, αλλά ένας υποψήφιος του ΚΚΕ ή ένας οποιοσδήποτε δεξιός, πολλώ δε μάλλον ένας ευπρεπής δεξιός τύπου Κουμουτσάκου. Τώρα όμως;
Μια αναγκαία επεξήγηση, πριν προχωρήσω. Προφανώς δεν θέλω –ούτε αρμόζει ούτε και μπορώ άλλωστε– να δώσω «γραμμή». Ο βασικός λόγος που γράφω σήμερα είναι η αγωνία μου ότι κάτι πολύ κακό πάει να γίνει, που ξεπερνά πολύ τον Πειραιά. Και ότι αυτό το κακό πρέπει να το πολεμήσουμε με κάθε τρόπο· και με την ψήφο μας.

Προφανώς, δεν θα θέλαμε για δήμαρχο ούτε τον Μώραλη ούτε τον Μιχαλολιάκο. Επειδή όμως, παρά τις επιθυμίες μας, ένας από τους δύο θα βγει αύριο δήμαρχος, και επειδή δεν μου φαίνεται καθόλου αδιάφορο ποιος από τους δύο θα είναι, θα ψήφιζα Μιχαλολιάκο. Δεν είναι θέμα προσώπων, αλλά του τι εκπροσωπεί ο ένας και τι ο άλλος, και πόσο απειλητικό είναι αυτό. Όπως έγραψε ο Κωστής Παπαϊωάννου, ο Βασίλης Μιχαλολιάκος «εκπροσωπεί τα τελευταία αναχώματα της (μιας κάποιας) πολιτικής απέναντι στα προκεχωρημένα φυλάκια της νύχτας». Με λίγα λόγια, απέναντι στον Μαρινάκη θα ψήφιζα τον οποιονδήποτε (εκτός από Χρυσαυγίτη). Όπως ακριβώς και στην Αθήνα θα ψήφιζα οποιονδήποτε ήταν αντίπαλος του Κασιδιάρη, αν είχε περάσει στον δεύτερο γύρο.

Είναι σίγουρο ότι μια θητεία είτε του Μιχαλολιάκου είτε του Μαρινάκη θα είναι εξαιρετικά βλαπτική για τον Πειραιά. Δεν πιστεύω όμως ότι «βλάπτουν κι οι δυο τους τη Συρία το ίδιο». Υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά: πιο εύκολα αντιμετωπίζεις τον Μιχαλολιάκο (και κατά τη διάρκεια της θητείας του, σε όσα πάει να κάνει, και στις επόμενες εκλογές), παρά τον Μαρινάκη-Μώραλη, ο οποίος, για τους λόγους ακριβώς που εξήγησα στην αρχή κινδυνεύει να βγάλει ρίζες, με τις οποίες θα εφορμήσει στο κεντρικό πολιτικό σύστημα. Το αυτοδιοικητικό είναι το πρώτο τεστ. Και αν εγκατασταθεί ακριβώς το σύμπλεγμα που λέγαμε στην αρχή, με όλες τις διακλαδώσεις του (ποδόσφαιρο-no politica-μπράβοι-χρυσαυγίτες-Εκκλησία-έλεγχος των media) θα είναι εξαιρετικά πιο δύσκολο να το αντιπαλέψεις.

Όσα έγιναν στην προεκλογική περίοδο, με τα παιδιά που τους φόρεσαν καπελάκια του συνδυασμού και τα έβαλαν να ζητωκραυγάζουν υπέρ του Μώραλη σε μια γιορτή του «Ευ αγωνίζεσθαι», τα ψηφοδέλτια που μοιράζονταν μαζί με τρόφιμα σε εκκλησίες, μας δίνουν μια ωχρή πρόγευση του επερχόμενου ζόφου. Με κορύφωση τη μέρα των εκλογών, με τους «φουσκωτούς» να αλωνίζουν και να βιαιοπραγούν, μέσα και έξω από τα εκλογικά κέντρα, υπό την εφεκτική στάση της αστυνομίας. Και τα μισά να ισχύουν από όσα λέει το δημοσίευμα του tvxs «Πώς (εξ)αγοράζεται μια πόλη», το οποίο δεν έχει διαψευστεί, εμένα μου φτάνουν. Και έχω τον φόβο πως όχι τα μισά, αλλά τα διπλάσια έχουν γίνει, και τα χειρότερα έπονται.

ΥΓ. Διάβασα με προσοχή την απόφαση της συνέλευσης του «Λιμανιού της Αγωνίας», των διαλεχτών συναγωνιστών που έδωσαν έναν λαμπρό αγώνα, με επικεφαλής τον Θοδωρή Δρίτσα έναν άνθρωπο που με το ήθος, την ακεραιότητα, τη γνώση και την ευγένειά του κοσμεί και τον Πειραιά και την Αριστερά. Δυστυχώς, ο ωραίος αυτός αγώνας δεν κέρδισε. Διάβασα λοιπόν με προσοχή την απόφαση του «Λιμανιού», με τίτλο «Δεν στηρίζουμε ούτε Μώραλη ούτε Μιχαλολιάκο». Στις πέντε σελίδες της περιγράφει ωραία τις προτεραιότητες του «Λιμανιού» και σκιαγραφεί ανάγλυφα τα πολιτικά πορτρέτα των δύο υποψηφίων. Συμφωνώ σε όλα, με μία κρίσιμη διαφορά: Από την πολιτική περιγραφή των δύο υποψηφίων δημάρχων, προσωπικά δεν καταλήγω στο «ούτε-ούτε», αλλά στην αναγκαιότητα να αποτραπεί η θητεία Μώραλη-Μαρινάκη. Με κάθε τρόπο. Επομένως και με την ψήφο μας. Red notebook