του Χ. Βρεττάκου, δημάρχου Κερατσινίου Δραπετσώνας, με αφορμή το σχέδιο Νόμου για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Όσο οι Δήμοι αντιμετωπίζονται από το κεντρικό κράτος ως το μακρύ του χέρι στις τοπικές κοινωνίες.
Όσο οι Δήμοι δεν μπορούν να αποφασίζουν για το αν θα επανασυνδέσουν το ρεύμα σε έναν άπορο συνδημότη μας ή ότι δεν θα εισπράξουν δημοτικά τέλη από συγκεκριμένες κατηγορίες δημοτών που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες βιοτικές τους ανάγκες αλλά απαιτείται νομοθετική ρύθμιση για αυτό.
Όσο η πολιτεία συνεχίζει μέσα από τη φορολογία να παίρνει από τους δημότες όσα έπαιρνε και πριν ξεσπάσει η κρίση για να τα αποδώσει στους Δήμους όμως αποδίδει σε αυτούς το 35% από ότι εισπράττει.
Όσο οι Δήμοι φορτώνονται με νέες αρμοδιότητες χωρίς να τους μεταφέρονται οι αντίστοιχοι πόροι η συζήτηση για το ποιο εκλογικό σύστημα θα επιλεγεί για την επόμενη εκλογική διαδικασία δεν οδηγεί στο ζητούμενο που θα έπρεπε να είναι οι Δήμοι όρθιοι και ικανοί να μπορέσουν να οδηγήσουν τις τοπικές κοινωνίες σε ένα καλύτερο αύριο.
Για μένα είναι αυτονόητο ότι όταν μιλάς για εκλογικό σύστημα μιλάς στην ουσία για το αν η ψήφος του κάθε πολίτη έχει την ίδια βαρύτητα είτε ψηφίζει ένα μεγάλο αυτοδιοικητικό σχήμα είτε ένα μικρότερο. Είναι θέση αρχής και άποψη ζωής ότι όλες οι ψήφοι πρέπει να μετρούν το ίδιο.
Επομένως το μόνο εκλογικό σύστημα που μπορεί να εξασφαλίσει την ισοτιμία της ψήφου είναι η απλή αναλογική.
Λένε κάποιοι ότι η απλή αναλογική που ίσχυσε στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές παρέλυσε τους Δήμους. Δεν είναι έτσι.
Οι εκλογές έγιναν με απλή αναλογική όμως η κυβέρνηση νομοθέτησε με τέτοιο τρόπο ώστε ο Δήμαρχος ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα και τον αριθμό των Δημοτικών του Συμβούλων να διοικεί τον Δήμο με τον τρόπο που εκείνος ήθελε. Τελικά εφαρμόστηκε η ενισχυμένη αναλογική στον υπέρτατο βαθμό.
Το επιχείρημα για την καταστρατήγηση των εκλογικών αποτελεσμάτων ήταν η κυβερνησιμότητα. Ότι δήθεν με τα αποτελέσματα των εκλογών οι Δήμοι δεν θα μπορούσαν να κυβερνηθούν. Σε όσους αποδέχονται το επιχείρημα ότι η ψήφος των πολιτών δεν είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιλέγει κάποιος το είδος της κυβερνησιμότητας (αυτοδύναμη, συνεργατική), έχω να προτείνω έναν πιο εύκολο και αποτελεσματικό τρόπο. Ας καταργήσουν τις εκλογές. Δεν χρειάζονται αφού θα έρχεται μετά από αυτές ένα Υπουργείο Εσωτερικών που θα επιβάλλει το είδος της κυβερνησιμότητας ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα.
Η απλή αναλογική είναι το μοναδικό εκλογικό σύστημα που διασφαλίζει την ισότιμη ψήφο των δημοτών και καθορίζει τον τρόπο που ένας Δήμος θα διοικηθεί.
Ο λαός με την ψήφο του είτε θα δώσει σε μια Δημοτική Παράταξη τη δυνατότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμα της μόνη της είτε θα επιβάλλει ο Δήμος να διοικηθεί μέσω συνεργασιών ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες παρατάξεις.
Και στις δύο περιπτώσεις η απόφαση ανήκει στο εκλογικό σώμα και όχι σε έναν Υπουργό και την κυβέρνησή του.
Η πρόταση νόμου της κυβέρνησης εκτός από το ότι επαναφέρει την (παρα)ενισχυμένη αναλογική αλλοιώνοντας την ψήφο των πολιτών κάνει και άλλες παρεμβάσεις που αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την δημοκρατική λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Ν/Σ, αν μια Δημοτική Παράταξη συγκεντρώσει 43% στις εκλογές, εκλέγει Δήμαρχο από την πρώτη Κυριακή και μάλιστα του κάνει δώρο το 60% των Δημοτικών Συμβούλων.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη το 43% που ψηφίζει μια Παράταξη είναι μεγαλύτερο από το 57% που ψηφίζει τις άλλες. Με αυτό τον τρόπο δεν είναι ο λαός μιας πόλης που επιλέγει τον Δήμαρχό του τη δεύτερη Κυριακή, αλλά το εκλογικό σύστημα που επιβάλλει Δήμαρχο με σχετική πλειοψηφία -είτε αυτός και το πρόγραμμά του είναι αρεστός ή όχι στην πλειοψηφία-. Μάλιστα ενισχύει τον νικητή δίνοντάς του το 60% των εδρών του Δημοτικού Συμβουλίου.
Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα παραδέχεται ότι η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο εκλογικό σύστημα μόνο που ξεκαθαρίζει ότι αυτή η αποδοχή γίνεται μόνο όταν συμφέρει το νικητή. Αυτό συμβαίνει γιατί αν ο Δήμαρχος πάρει πάνω από 60% τότε οι έδρες κάθε συνδυασμού κατανέμονται αναλογικά.
Δικαιοσύνη à la carte.
Είναι δίκαιο οτιδήποτε συμφέρει τον νικητή.
Μια ακόμη αντιδημοκρατική επιλογή μέσα από τον εκλογικό νόμο είναι το όριο του 3% για να μπει μια Δημοτική Παράταξη στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Στόχος ο περιορισμός των φωνών μέσα στο Δημοτικό Συμβούλιο και η εξαφάνιση μικρών αυτοδιοικητικών σχημάτων που μπορεί να μην μεταφράζεται με μεγάλα εκλογικά ποσοστά η δύναμη των ιδεών τους και όμως υπάρχουν και μπορεί να λειτουργήσουν εποικοδομητικά σε ένα Δημοτικό Συμβούλιο.
Ταυτόχρονα δημιουργείται το έδαφος για να περπατήσει η λογική της χαμένης ψήφου κάτι που πνίγει ανεξάρτητες αυτοδιοικητικές φωνές σε όφελος των μεγάλων σχημάτων.
Ένα ακόμη αντιδημοκρατικό μέτρο που προτείνεται μέσα από το σχέδιο νόμου είναι η ουσιαστική κατάργηση των Δημοτικών Κοινοτήτων. Ένας θεσμός που θα έπρεπε να ενισχυθεί και όχι να καταργηθεί. Δίνει τη δυνατότητα σε μεγάλους Δήμους της Αττικής αλλά και στην Περιφέρεια να συμμετέχουν περισσότεροι πολίτες στη διαμόρφωση της Δημοτικής Πολιτικής, να μεταφέρονται στο Δήμο τα προβλήματα των γειτονιών με πιο άμεσο τρόπο, να νιώθουν οι άνθρωποι πιο κοντά τους τη Διοίκηση του Δήμου. Θα μπορούσαν με κατάλληλες παρεμβάσεις να συμμετέχουν πιο ενεργά στη διαμόρφωση του τεχνικού προγράμματος των Δήμων αλλά και να διαχειρίζονται τμήματα του προϋπολογισμού μιας και είναι πιο κοντά στα προβλήματα και γνωρίζουν καλύτερα τις προτεραιότητες που πρέπει να δρομολογηθούν.
Στην ίδια κατεύθυνση του περιορισμού της αντιπροσωπευτικότητας και της συμμετοχής, κινείται και η μείωση του αριθμού των Δημοτικών Συμβούλων.
Κλείνοντας, το σχέδιο νόμου για τις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν ήρθε για να λύσει προβλήματα υπαρκτά από την εφαρμογή της απλής αναλογικής, αλλά να ξανασχεδιάσει τον χάρτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην ίδια παλιά λογική που την έχουμε πληρώσει ακριβά.
Πιο σφιχτός κομματικός εναγκαλισμός και στο όνομα της κυβερνησιμότητας «συμπαγείς» διοικήσεις που δεν θα ακούν δεν θα συζητούν και δεν θα παίρνουν υπόψη τους τις ιδέες και τις προτάσεις των τοπικών κοινωνιών όπως αυτές εκφράζονται και από τις Δημοτικές Παρατάξεις.