...με την αραχτή Μόνα Λίζα στο άδειο Λούβρο;...
Το Λούβρο παραμένει κλειστό, όπως όλα τα μουσεία του κόσμου, προκαλώντας αυτό το χιουμοριστικό meme που δείχνει την Μόνα Λίζα να αράζει επιτέλους όπως και όλα τα υπόλοιπα εμβληματικά έργα τέχνης ανά τον κόσμο που πλέον δεν είναι... υποχρεωμένα να μας παρακολουθούν εξαντλημένα να συνωστιζόμαστε εμπρός τους.
Το συγκεκριμένο meme όμως αποκαλύπτει και την τάση ανθρωπομορφισμού που μας διακατέχει όταν πρόκειται για διάσημα έργα τέχνης. Σε κάποιο βαθύ επίπεδο, δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι πρόκειται για άψυχα αντικείμενα κρεμασμένα στον τοίχο ενός μουσείου.
Το 1936, στο κλασικό του δοκίμιο με τίτλο «Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής», ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εισήγαγε τον όρο «αύρα» για αυτήν την απόκοσμη σχεδόν ισχύ που εκπέμπει ένα «ζωντανό» έργο. Η διαρκής αναπαραγωγή έργων τέχνης σε βιβλία, φτηνά αντίγραφα, καρτ-ποστάλ και αφίσες επέτρεπε στο κοινό μια πρόσβαση στην τέχνη, απειλούσε όμως την «αύρα» του έργου που μπορούσε να αποκαλυφθεί μόνο στην πρωτότυπη εκδοχή του, από κοντά. Η τέχνη μας μιλά. Μας προσκαλεί σε διάλογο.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι επιμελητές εκθέσεων δηλώνουν συχνά ότι τοποθετούν τα έργα έτσι ώστε να «συνδιαλέγονται μεταξύ τους». Συνεπώς, όταν ένα μουσείο κλείνει τις πόρτες και τα φώτα του τη νύχτα, μπαίνουμε στον πειρασμό να πιστέψουμε ότι τα έργα κοιμούνται όπως εμείς, δεν μένουν απλώς αδρανή πλην λειτουργικά όπως ο φούρνος μικροκυμάτων ή η τοστιέρα στην κουζίνα μας.
Τι γίνεται όμως μ' αυτήν την αύρα τώρα που όλος ο κόσμος είναι αποκλεισμένος από πρωτότυπα έργα, έχοντας πρόσβαση μόνο στην (ψηφιακή κυρίως) αναπαραγωγή τους; Να υποθέσουμε ότι ανασυντάσσεται; Ότι προετοιμάζεται για την επιστροφή μας σ΄ έναν κόσμο πιο μικρό, πιο θλιβερό αλλά ίσως και πιο εξαγνισμένο από πριν, όπως τα δελφίνια και οι κύκνοι που επέστρεψαν δήθεν στην Βενετία;
Ωραίες οι φαντασιώσεις, η πραγματικότητα όμως είναι τούτη: Δεν θα επιστρέψουμε στην ίδια Μόνα Λίζα. Δεν μπορούμε ακόμα να διανοηθούμε όλες τις αλλαγές που θα υπάρξουν στην ζωή και στην αντίληψή μας. Το ταξίδι και ο τουρισμός μπορεί να επιστρέψουν, δεν θα είναι όμως προσβάσιμα σε τόσο μεγάλη κλίμακα ούτε σε τόσο μεγάλο κοινό, όπως ήταν πριν. Το πιθανότερο είναι ότι θα κατοχυρωθούν νέες ιεραρχίες και ανισότητες στον κόσμο της τέχνης. Οι ιδιωτικές ξεναγήσεις με αντάλλαγμα χορηγίες και δωρεές, που ήδη αποτελούν μέρος της οικονομίας πολλών μουσείων, είναι βέβαιο ότι θα πολλαπλασιαστούν: Πληρώστε προκαταβολικά για να δείτε τέχνη χωρίς το ενοχλητικό κοινό και τα παθογόνα του.
Από τη στιγμή που η κοινωνική απόσταση θα ενσωματωθεί στην συμπεριφορά μας, όπως αναμένεται να συμβεί, μπορεί να περάσει πολύς καιρός μέχρι να ξανανιώσει άνετα το κοινό, αλλά και τα ίδια τα ιδρύματα, να πλημμυρίσει τα μεγάλα μουσεία όπως πριν.
Η πιο σημαντική διαφορά όμως θα εντοπιστεί στο προσωπικό επίπεδο. Η τέχνη πάντα μοιάζει διαφορετική μετά από ένα μεγάλο σοκ, μετά από μια κρίσιμη περιπέτεια υγείας, μετά από μια βαριά ασθένεια, μετά από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Υπάρχουν φορές που τα πράγματα που έμοιαζαν σημαντικά, ξαφνικά φαίνονται αδιάφορα. Ισχύει και το αντίστροφο.
Ίσως και να επιστρέψουμε σ' έναν κόσμο όπου τα μεγάλα έργα τέχνης, όπως η Μόνα Λίζα, θα έχουν διατηρήσει την προηγούμενη αύρα τους. Θα ήταν προτιμότερο όμως να μην συμβεί αυτό. Αν μπορούσαμε να μεταφέρουμε αυτή την φαντασίωση που συντηρούσαμε για την τέχνη – ότι υπάρχει κάτι μαγικό και μοναδικό στην φυσική της παρουσία – σε πραγματικούς ανθρώπους, θα ζούσαμε σε πολύ καλύτερο κόσμο. Σ' έναν κόσμο όπου τα κλασικά έργα τέχνης δεν αποτελούν κειμήλια ενός ιερού παρελθόντος, αλλά προάγγελοι ενός ανθρωπιστικού μέλλοντος. Θα τους είμαστε ευγνώμονες που μας δίδαξαν να αποδίδουμε στους άλλους ανθρώπους την αξία που αποδίδουμε σ΄αυτά, και μόνο τότε ίσως θα μπορέσει να χαλαρώσει η Μόνα Λίζα εμφανίζοντας για πρώτη φορά ένα χαμόγελο ικανοποίησης, διόλου αινιγματικό.
Πηγή: The Washington Post Πηγή lifo.gr
Το συγκεκριμένο meme όμως αποκαλύπτει και την τάση ανθρωπομορφισμού που μας διακατέχει όταν πρόκειται για διάσημα έργα τέχνης. Σε κάποιο βαθύ επίπεδο, δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι πρόκειται για άψυχα αντικείμενα κρεμασμένα στον τοίχο ενός μουσείου.
Το 1936, στο κλασικό του δοκίμιο με τίτλο «Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής», ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εισήγαγε τον όρο «αύρα» για αυτήν την απόκοσμη σχεδόν ισχύ που εκπέμπει ένα «ζωντανό» έργο. Η διαρκής αναπαραγωγή έργων τέχνης σε βιβλία, φτηνά αντίγραφα, καρτ-ποστάλ και αφίσες επέτρεπε στο κοινό μια πρόσβαση στην τέχνη, απειλούσε όμως την «αύρα» του έργου που μπορούσε να αποκαλυφθεί μόνο στην πρωτότυπη εκδοχή του, από κοντά. Η τέχνη μας μιλά. Μας προσκαλεί σε διάλογο.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι επιμελητές εκθέσεων δηλώνουν συχνά ότι τοποθετούν τα έργα έτσι ώστε να «συνδιαλέγονται μεταξύ τους». Συνεπώς, όταν ένα μουσείο κλείνει τις πόρτες και τα φώτα του τη νύχτα, μπαίνουμε στον πειρασμό να πιστέψουμε ότι τα έργα κοιμούνται όπως εμείς, δεν μένουν απλώς αδρανή πλην λειτουργικά όπως ο φούρνος μικροκυμάτων ή η τοστιέρα στην κουζίνα μας.
Τι γίνεται όμως μ' αυτήν την αύρα τώρα που όλος ο κόσμος είναι αποκλεισμένος από πρωτότυπα έργα, έχοντας πρόσβαση μόνο στην (ψηφιακή κυρίως) αναπαραγωγή τους; Να υποθέσουμε ότι ανασυντάσσεται; Ότι προετοιμάζεται για την επιστροφή μας σ΄ έναν κόσμο πιο μικρό, πιο θλιβερό αλλά ίσως και πιο εξαγνισμένο από πριν, όπως τα δελφίνια και οι κύκνοι που επέστρεψαν δήθεν στην Βενετία;
Ωραίες οι φαντασιώσεις, η πραγματικότητα όμως είναι τούτη: Δεν θα επιστρέψουμε στην ίδια Μόνα Λίζα. Δεν μπορούμε ακόμα να διανοηθούμε όλες τις αλλαγές που θα υπάρξουν στην ζωή και στην αντίληψή μας. Το ταξίδι και ο τουρισμός μπορεί να επιστρέψουν, δεν θα είναι όμως προσβάσιμα σε τόσο μεγάλη κλίμακα ούτε σε τόσο μεγάλο κοινό, όπως ήταν πριν. Το πιθανότερο είναι ότι θα κατοχυρωθούν νέες ιεραρχίες και ανισότητες στον κόσμο της τέχνης. Οι ιδιωτικές ξεναγήσεις με αντάλλαγμα χορηγίες και δωρεές, που ήδη αποτελούν μέρος της οικονομίας πολλών μουσείων, είναι βέβαιο ότι θα πολλαπλασιαστούν: Πληρώστε προκαταβολικά για να δείτε τέχνη χωρίς το ενοχλητικό κοινό και τα παθογόνα του.
Από τη στιγμή που η κοινωνική απόσταση θα ενσωματωθεί στην συμπεριφορά μας, όπως αναμένεται να συμβεί, μπορεί να περάσει πολύς καιρός μέχρι να ξανανιώσει άνετα το κοινό, αλλά και τα ίδια τα ιδρύματα, να πλημμυρίσει τα μεγάλα μουσεία όπως πριν.
Η πιο σημαντική διαφορά όμως θα εντοπιστεί στο προσωπικό επίπεδο. Η τέχνη πάντα μοιάζει διαφορετική μετά από ένα μεγάλο σοκ, μετά από μια κρίσιμη περιπέτεια υγείας, μετά από μια βαριά ασθένεια, μετά από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Υπάρχουν φορές που τα πράγματα που έμοιαζαν σημαντικά, ξαφνικά φαίνονται αδιάφορα. Ισχύει και το αντίστροφο.
Ίσως και να επιστρέψουμε σ' έναν κόσμο όπου τα μεγάλα έργα τέχνης, όπως η Μόνα Λίζα, θα έχουν διατηρήσει την προηγούμενη αύρα τους. Θα ήταν προτιμότερο όμως να μην συμβεί αυτό. Αν μπορούσαμε να μεταφέρουμε αυτή την φαντασίωση που συντηρούσαμε για την τέχνη – ότι υπάρχει κάτι μαγικό και μοναδικό στην φυσική της παρουσία – σε πραγματικούς ανθρώπους, θα ζούσαμε σε πολύ καλύτερο κόσμο. Σ' έναν κόσμο όπου τα κλασικά έργα τέχνης δεν αποτελούν κειμήλια ενός ιερού παρελθόντος, αλλά προάγγελοι ενός ανθρωπιστικού μέλλοντος. Θα τους είμαστε ευγνώμονες που μας δίδαξαν να αποδίδουμε στους άλλους ανθρώπους την αξία που αποδίδουμε σ΄αυτά, και μόνο τότε ίσως θα μπορέσει να χαλαρώσει η Μόνα Λίζα εμφανίζοντας για πρώτη φορά ένα χαμόγελο ικανοποίησης, διόλου αινιγματικό.
Πηγή: The Washington Post Πηγή lifo.gr