Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

«Δραπετσώνα: Η Θυμωμένη Μαγιά»

Η Γ. Καρατζιά, συγγραφέας του βιβλίου «Δραπετσώνα: Η Θυμωμένη Μαγιά» (εκδ. Anubis), μιλάει στην Athens Voice (
Ελένη Μπεζιριάνογλου) για τη ζωή με τους πρόσφυγες στη Δραπετσώνα του '50.
...
Όταν άρχισα να διαβάζω τη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της κ. Γεωργίας Καρατζιά, «Δραπετσώνα, η Θυμωμένη Μαγιά» (εκδ. Anubis), δεν περίμενα ότι θα με συγκινούσε τόσο. Έχοντας παππού πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία και μένοντας κοντά στις συνοικίες της Δραπετσώνας, ένιωσα ιδιαίτερο δέσιμο με τις ιστορίες αφού μου θύμισαν όσα οι δικοί μου διηγούνταν.
Η Γεωργία Καρατζιά με μια απλή, λίγο ποιητική αφήγηση, πλάθει τις εικόνες και την καθημερινότητα μιας ζωής που πολλοί από εμάς δυσκολεύονται να φανταστούν σήμερα.
Στη γειτονιά της, στη μεταπολεμική Δραπετσώνα, ζουν εργάτες και ξεριζωμένοι μικρασιάτες που πασχίζουν να σταθούν στα πόδια τους και να ξεφύγουν από τη φτώχεια.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες, την «ακούς» να ξεδιπλώνει αναμνήσεις και νιώθεις σαν παιδί που θέλει να ακούσει το τέλος της ιστορίας πριν πάει για ύπνο.
Με ζωντανούς διαλόγους και ιδιωματικές μικρασιατικές εκφράσεις, περιγράφει ανθρώπους με ευγένεια, αρχοντιά και υμνεί την ανθρώπινη θέληση και την ομορφιά της ζωής. Πού σταματάει η αλήθεια και πού αρχίζει το μυθιστόρημα;
Μιλήσαμε με την κ. Καρατζιά και μάθαμε περισσότερα για την ίδια και τις ιστορίες της ζωής της...

Για τη ζωή της και όσα τη σημάδεψαν
Ότι διατηρώ ακμαία τη μνήμη, πιστεύω πως μάλλον το οφείλω στη συγγραφή της ζωής μου. Μια ζωή που βρίθει περιπετειών. Από την προσχολική μου ηλικία έζησα μέρες πικρές που λίγα παιδιά ευτυχώς σ’ αυτήν την ηλικία είχαν ζήσει. Το 1938, 21 Μαΐου, με σπάραξε ο πόνος της απώλειας του μεγαλύτερου αδερφού μου, που φοιτούσε τότε στη νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα οκτώ μου χρόνια ο πόλεμος και η επιστράτευση του άλλου μου αδερφού.
Ο πόλεμος, οι νίκες, η ήττα. Η κατοχή, βάρβαρη και φονική, ο τραγικός εμφύλιος. Έζησα μέρες και ώρες εφιαλτικές και δέομαι να μη τις ζήσει η γενιά του σήμερα, ούτε οι επερχόμενες, ποτέ, ποτέ. Από μικρό παιδί άρχισα να ορνιθοσκαλίζω σε τετράδια γεγονότα, εντυπώσεις βαθιές, βρίσκοντας ανακούφιση πως τάχα κάπου τα λέω, κάποιος μ’ ακούει. Πως είμαι τώρα τόσο ευτυχισμένη στην αγκαλιά των παιδιών μου και την αγάπη των πέντε εγγονιών μου, σχεδόν μυθικό μου φαίνεται».

Για την επιλογή της να γράψει για τη Δραπετσώνα του '50
Την έζησα, την ένοιωσα, με δίδαξε αυτή η ταλαίπωρη ζωή της. Μα και για να μάθουν τα εγγόνια μου πώς μάθαιναν γράμματα τα φτωχόπαιδα της Δραπετσώνας και κατ’ επέκταση των φτωχοσυνοικιών του Πειραιά. Πώς από έφηβοι δούλευαν εργάτες στη φάμπρικα και το βράδυ στο νυκτερινό σχολειό; Η ψυχή τους το ‘ξερε. Να καταλάβουν την αξιοπρέπεια που διέκρινε τους ανθρώπους της προσφυγικής γειτονιάς μου.
Παρά την αφόρητη φτώχεια τους παρέμεναν στα εσώψυχά τους άρχοντες Μικρασιάτες. Πέρασαν εβδομήντα χρόνια από τότε. Να τα καταλάβουν όλα; Δεν έχω και τέτοιες απαιτήσεις! Η ζωή των ανθρώπων σήμερα είναι άλλη, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και ποικίλες. Φυσικό είναι να επηρεάζουν παντοιοτρόπως τη ζωή, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σ’ όλο τον κόσμο.Για όσα ανακάλυψε γράφοντας το βιβλίο
Όταν έγραφα το βιβλίο ξαναζούσα έντονα τη Δραπετσώνα σε βαθμό που πραγματικά δεν το περίμενα. Ακόμα, με ξάφνιασαν η έκπληξη κι ο ενθουσιασμός της κόρης και του γιού μου καθώς το διάβαζαν.

Για τις τότε δύσκολη ζωή και το σήμερα

Πώς να καταλάβουν οι κάτοικοι των κάποτε φτωχοσυνοικιών του Πειραιά; Πώς να φανταστούν τη μιζέρια, τη φτώχεια την ανήλεη, τη μετανάστευση, κι άλλα ανομολόγητα που ταλαιπωρούσαν αυτές τις συνοικίες; Και πώς να κατανοήσουν την δύσκολη καθημερινότητα; Αν υπάρχει εν ζωή συνομήλικος μου ας τα ομολογήσει. Στο βιβλίο μου όλα τα γράφω. Χωρίς υπερβολή η ζωή ήταν μαρτυρική. Οι φτωχοσυνοικίες ηρωϊκές.

Για τους πρόσφυγες που ήταν «θυμωμένη μαγιά»

Η γιαγιά Σουμαρλού πολλάκις χαρακτήριζε με περισσή υπερηφάνεια τους μικρασιάτες έλληνες «θυμωμένη μαγιά». Όταν τη ρώτησα, κούνησε το κεφάλι της, με κοίταξε λες και με λυπόταν. «Αν δεν ήσουν άγουρη – άγουρη, θα καταλάβαινες τι φωλιάζει στο λόγο τούτονε. Όλα, τα πάντα. Εμείς παιδί μου, κι ο μέρμυγκας το ξέρει, ήμαστάνε οι αφεντάδες της Μικράς Ασίας. Δικές μας οι τράπεζες, τα εργοστάσια, τα μαγαζά, τα πλοία, το χρυσάφι. Οι Τούρκοι ήντουσαν χαμάληδές μας, υπηρέτες μας. Ξέρεις γιατί ήμαστε οι αρχόντοι; Γιατί θυμώναμε και θυμώνουμε πάντα. Όταν πέφτει και τσακίζεται ο Μικρασιάτης δε βογγάει, δεν κλαψουρίζει σα γάτης. Πετιέται, πορεύει σιγά – σιγά τις πληγές του και θυμώνει, πεισμώνει, αντριεύεται και γίνεται Δαυίδ να νικήσει το Γολιάθ.
Η μαγιά παιδί μου, είναι μια σταλιά. Απόβραδο σμίγει με τ’ αλεύρι και το νερό, γίνεται προζύμι. Σαν φέξει η μέρα, θυμώνει τόσο που ξεχυλάει από το κιούπι της, ώσπου ζυμώνεται στο σκαφίδι και φτάνει εκεί που θέλει. Γίνεται. Σιάχνει, το νόστιμο καρβέλι το ψωμί. Έτσι και του λόγου μας. Πέφτουμε, σηκωνόμαστε, πεισμώνουμε, θυμώνουμε, σα θυμωμένη μαγιά κατανταίνουμε. Παραπονιάρηδες και κλαψόμοιροι δε στέκει νάμαστε μεις οι Μικρασιάτες».

Για το πώς στάθηκαν ξανά στα πόδια τους οι ξεριζωμένοι
Γνώριζαν και ενεργοποίησαν σωστά τις εσώτερες δυνάμεις της ύπαρξής τους. Τόσο σωστά ώστε πολλοί από τους ξεριζωμένους προόδεψαν ή και μεγαλούργησαν. Γενικά ο κάθε υγιής άνθρωπος, πιστεύω εκ πείρας ότι αυτές τις δυνάμεις τις έχει εκ φύσεως, μα δεν τις γνωρίζει. Όταν τις ανακαλύψει, πώς τις ενεργοποιεί; Αυτό έχει σημασία και μάλιστα μεγάλη.

Για την επαφή της με όλους αυτούς τους ανθρώπους σε μια τόσο ευαίσθητη ηλικία
Οφείλω άμετρη ευγνωμοσύνη στους Μικρασιάτες της αξέχαστης δραπετσωνίτικης γειτονιάς μου. Ευγνωμοσύνη, σεβασμό και αγάπη. Με τα καθαρά μάτια της εφηβείας είδα και κατάλαβα τι σημαίνει αγώνας για την επιβίωση. Έμαθα να σταθμίζω τα αστάθμητα. Χάρηκα πολύ και έκλαψα πολύ κοντά τους. Ο γέροντας Δανήλος, ο στραγαλάς, μια φορά που γύριζα κλαίγοντας απ’ το σχολειό με μάλωσε: «Ντροπή κοκόνα μου να κλαις για μια διήμερη απ’ το σχολειό σου αποβολή. Μάθε να σφίγγεις τα δόντια και να προχωρείς, αλλιώς δε βγαίνει η ανηφόρα. Και έχει η ζωή αμέτρητες από δαύτες. Κουράγιο, δύναμη, πείσμα. Δε θέλω να σε ξαναμαλώσω».

Για τις πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής και την ανάγκη αποστασιοποίησης

Όχι μόνο εφικτό, αλλά θεωρούσα απαραίτητο να μείνω μακριά από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Το 1950 ήταν μετεμφυλιακή και πολύ ταραγμένη εποχή. Ο τραγικός εμφύλιος, στοίχειωνε εντός μου. Στο Κεφαλοχώρι που ζούσα χάθηκε πολύτιμη νιότη στη σφαγή των Διοσκούρων. Πόνεσα πολύ και τους γονείς των παιδιών που χάθηκαν τόσο άδικα. Αργότερα, στο σχολείο μου στον Πειραιά, πόνεσα τον καθηγητή μου, τον λυπήθηκα πολύ, όταν πληροφορήθηκα ότι στο κίνημα ο στρατός του ΕΛΑΣ είχε εκτελέσει τον αδερφό του που υπηρετούσε τότε στο αστυνομικό τμήμα στου Μακρυγιάννη. Ο άνθρωπος αυτός, θαυμάσιος καθηγητής αναγνωρισμένα, πίστευε πως τα φτωχοκόριτσα που είχαν μαζευτεί στο σχολείο ήσαν κομουνίστριες επικίνδυνες. Δεν ήθελε πολύ για να στραφεί εναντίον μου και να με κάνει να πληρώσω για ένα αθώο ποιηματάκι, χωρίς να φταίω. Πιστεύω πως στον εμφύλιο οι μεν και οι δε φταίγανε, αφού δε διανοήθηκαν πως η συμφορά της αλληλοσφαγής ήταν υποκινούμενη. Ο κόσμος είχε παραφρονήσει. Πώς να μην αποστασιοποιηθώ;

Για τη θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή και τα όνειρα που εγκατέλειψε
Ποια ήταν η θέση της γυναίκας τότε; Εδώ γελάνε ή κλαίνε; Η γυναίκα ζούσε σχεδόν υπό κράτηση. Έπρεπε να σέβεται απόλυτα τα καθιερωμένα. Η ηθική της υπόσταση ήταν η σοβαρότερη προίκα της! Όφειλε να σέβεται την οικογένειά της, να υπακούει τυφλά στις εντολές των γονιών της, των αδελφών της, των θείων της. Πταίσμα της γυναίκας, ακόμα και το πιο ελαφρύ, εθεωρείτο όνειδος για την οικογένεια. Δεν ήταν άμεμπτη, άψογη; Εις το πυρ το εξώτερον, παντί τρόπω. Χαίρομαι σήμερα που η γυναίκα έχει λόγο και κύρος αναγνωρίσιμο. Είναι ελεύθερη να σπουδάζει, να μορφώνεται, να κατακτά θέσεις που μόνο οι άνδρες διεκδικούσαν και απολάμβαναν. Χαίρομαι για όλες τις γυναίκες. Αξιέπαινες είναι και οι άγαμες που μεγαλώνουν ένα παιδί χωρίς το φόβο για την κοινωνική κατακραυγή. Όσο για το τι ήθελα να κάνω μεγαλώνοντας; Να πάω στο πανεπιστήμιο. Αυτό πια, απόμεινε πληγωμένο όνειρο.

Για την αγάπη της στους χαρακτήρες του βιβλίου
Και ποιος απ’ αυτούς δεν έχει θέση στην καρδιά μου; Ξεχωριστή θέση πάντα θα έχει ως την ύστατη καμπή της ζωής μου η Ευγενούλα, η αγαθή και αξιαγάπητη σπιτονοικοκυρά μου. Πόσο ήταν ξεχωριστός άνθρωπος φαίνεται από το τι γράφω στο βιβλίο για κείνη.

Για όσα θα έλεγε η κυρά-Ευγενούλα αν μάθαινε ότι είναι στο βιβλίο της
Θα έκρυβε τη συγκίνησή της λούζοντάς με με όλα εκείνα τα γουστόζικά της. «Ιβί μωρέ παλιοχαϊβάνι αγίνωτο, που σαν ούρμασες έγινες η κοντοσούσα η χαμπέρω όλων των μαχαλάδων… Ιβί ιβί να βγάλεις την Ευγενούλα σου στα φόρα και στα παλκοσένικα. Να τη ρεζαλέψεις στα ώπα ώπα σα να είναι η Πεφωνία που φούμερνε αργιλέ πανωπόδι και τσι πετούσαν τάλαρα οι μάγκες. Εμένα το αφεντοκόριτσο της Σμύρνης μ’ έσιαξες καραγκιόζα; Τι να σε πω; Μπα που κακό να μη σ’ εύρει. Μπα που να σε σκέπει η μεγάλη χάρη της Αγίας Σοφίας παλιοχαμπέρω. Να κι εγώ. Σε τα είπα και ξεπάθησα».

Για τις εκφράσεις της ντοπιολαλιάς των Μικρασιατών και το «Ιβί το στόμα σου»
Χαίρομαι κ. Μπεζιριάνογλου που είστε εγγονή Μικρασιάτη πρόσφυγα. Είχαν τη χάρη τους εκείνες οι εκφράσεις, αλήθεια. Επειδή η Ευγενούλα ήταν αθυρόστομη, η γιαγιά Σουμαρλού όταν άκουγε τα πιπεράτα της οργιζότανε και την άρχιζε: «Ιβι, ιβί ο στόμας σου μωρή Ευγενία. Φράξη δε έχει αυτός ο στόμας; Ντροπή να ρεζιλεύεις εμάς τους μικρασιάτες». Πολλές φορές μου ξεφεύγουν αυτές οι εκφράσεις, έτσι που κάνουν τα εγγόνια μου να γελούν. Αστείες τους φαίνονται γιατί δεν τις έζησαν.

Για τη Δραπετσώνα σήμερα
Καινούρια, αγνώριστη. Εβδομήντα χρόνων αέρηδες σάρωσαν τη μίζερη Δραπετσώνα του ’50. Οι παράγκες δεν υπάρχουν πια. Παντού άσφαλτος και πολυκατοικίες. Η φάμπρικα με τη μπουρού, που «κατάπινε» καθημερινά πέντε χιλιάδες εργάτες, σταμάτησε πια να βρυχάται. Ωστόσο, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Οι δρόμοι είναι ίδιοι. Περιδιαβαίνοντας μπορώ να θυμηθώ διάφορα στιγμιότυπα: τον κόσμο να συρρέει προς το εργοστάσιο, εμένα να πηγαίνω στο σχολείο, τον μπαρμπα Δανήλο να με καλημερίζει.

Για τα μελλοντικά της σχέδια
Υπάρχουν κι άλλα αξιομνημόνευτα που θα ήθελα να τα καταγράψω, για να τα αφήσω σαν παρακαταθήκη στα εγγόνια μου. Τώρα γράφω για όσα έζησα κατά την περίοδο της κατοχής. Ελπίζω και εύχομαι να τελειώσω αυτό το νέο μου μυθιστόρημα σύντομα.

Ελένη Μπεζιριάνογλου

Athens Voice