Επιστροφή. Μεγάλη λέξη και δύναμη απέραντη θέλει να πάρεις το δρόμο της. Πάντα οι άνθρωποι ονειρεύονταν να πετάξουν. Να ελευθερωθούν από τα δεσμά της γης. Κι έπλασαν θεούς και παραδόσεις. Τον Ερμή, τον Δαίδαλο, τον Πήγασο, τους Αγγέλους, μα και τα Χελιδόνια.
Ο χρόνος μηδενίζεται σαν βγάλεις φτερά. Κοιτάς από ψηλά τη γης και νογάς την μικρότητα του κόσμου μας και το απέραντο του σύμπαντος.
Ο χρόνος μηδενίζεται σαν βγάλεις φτερά. Κοιτάς από ψηλά τη γης και νογάς την μικρότητα του κόσμου μας και το απέραντο του σύμπαντος.
Κάθε πέταγμα είναι και μια επιστροφή στην Μεγάλη Μητέρα, στην πριν από τη γέννηση πατρίδα. Τίκτεσαι, αναγεννάσαι, αενάως επιστρέφεις στην πρότερη ζωή σου κι αντλείς δύναμη από το πρώτο σπόρο της γης που σε βλάστησε.
Ποια αλήθεια ηλιακή πυξίδα σε οδηγεί στο δρόμο της επιστροφής, χελιδόνι μου; Ποια αλήθεια σε οδηγεί κατάματα να λογιάζεις τον ήλιο; Ποιος μαγνήτης σου δείχνει το βορρά φτερωτό μου;
Είναι τα «άφθαρτα βορινά άστρα» που τρεμοπαίζουν και χαράζουν την πορεία σου. Και ίπτασαι αγέρωχο πάνω από την καυτή έρημο, κουρνιάζεις τα βράδια στις χαραμάδες των πυραμίδων, πάνω από τους κίονες του ναού της Ίσιδας, ακούς τους λαρυγγισμούς των ιέρειων της Αστάρτης, ξελογιάζεσαι με το φλοίσβο των μινωικών ακτών … και χίλια, μύρια κύματα διαβαίνεις και θάλασσες περνάς, για να βρεις απάγκιο στο παραθύρι κάποιου νησιώτικου σπιτιού. Εκεί ψηλά, στα μέρη τα πλάνα της αιγαιακής ανατολής, στα μέρη της Τρωάδας και της Αιολίας.
Τα όρνια, τα αρπακτικά, οι καταιγίδες κι οι μανιασμένοι αγέρηδες δεν θα σταθούν εμπόδιο στο διάβα σου. Τι είναι η θέληση της επιστροφής. Κι είναι το σπίτι σου σπίτι μου κι είναι η μπουκιά μου μπουκιά σου.
Ποια αλήθεια ηλιακή πυξίδα σε οδηγεί στο δρόμο της επιστροφής, χελιδόνι μου; Ποια αλήθεια σε οδηγεί κατάματα να λογιάζεις τον ήλιο; Ποιος μαγνήτης σου δείχνει το βορρά φτερωτό μου;
Είναι τα «άφθαρτα βορινά άστρα» που τρεμοπαίζουν και χαράζουν την πορεία σου. Και ίπτασαι αγέρωχο πάνω από την καυτή έρημο, κουρνιάζεις τα βράδια στις χαραμάδες των πυραμίδων, πάνω από τους κίονες του ναού της Ίσιδας, ακούς τους λαρυγγισμούς των ιέρειων της Αστάρτης, ξελογιάζεσαι με το φλοίσβο των μινωικών ακτών … και χίλια, μύρια κύματα διαβαίνεις και θάλασσες περνάς, για να βρεις απάγκιο στο παραθύρι κάποιου νησιώτικου σπιτιού. Εκεί ψηλά, στα μέρη τα πλάνα της αιγαιακής ανατολής, στα μέρη της Τρωάδας και της Αιολίας.
Τα όρνια, τα αρπακτικά, οι καταιγίδες κι οι μανιασμένοι αγέρηδες δεν θα σταθούν εμπόδιο στο διάβα σου. Τι είναι η θέληση της επιστροφής. Κι είναι το σπίτι σου σπίτι μου κι είναι η μπουκιά μου μπουκιά σου.
Μοιραζόμασταν χρόνια και χρόνια την ίδια φωλιά, το ίδιο σπιτικό. Και επιστρέφαμε πάντα στον ίδιο τόπο. Μα ήρθε χρονιά που ξεχάστηκα. Επέστρεψα βιαστικός στο νησί και σε λησμόνησα. Ήταν τότες που άνοιξα το κλειστό παράθυρο κι έσκαψα_ κατά λάθος, πάνω στη βιάση μου_ τη φωλιά σου. Κι αναρωτήθηκες, προβληματίσθηκες μην άλλαξα γνώμη για την αγάπη μου. Κι έφυγες, με άφησες μόνο, να θλίβομαι για την απερισκεψία μου, να αναρωτιέμαι για το φευγιό ή την επιστροφής σου.
Μα οι αγάπες που γυρνάν πίσω τα χρόνια, είναι στέρεες. Το επόμενο καλοκαίρι, ήρθα ξανά στον τόπο που με γέννησε. Άνοιξα με προσοχή το παραθύρι της Ανατολής. Όπως παλιά, με σεβασμό στον φτερωτό μου συγκάτοικο. Κι είδα την κωνική σου φωλιά αλλαγμένη, ίσια, επίπεδη στο κάτω μέρος της, άφηνε χώρο στα κανάτια των παραθυρόφυλλων. Ήταν η μόνη επίπεδη στη βάση της φωλιά χελιδονιών που ήξερα. Το παραθύρι μου ανοιχτό να μπαίνει φως της Ανατολής και νιόφερτα χελιδονόπουλα να τιτιβίζουν. Η συνύπαρξη φτερωτών κι ανθρώπων στο γείσο ενός παραθύρου, που ζητούν την αναβάπτισή τους στα νάματα και στον αγέρα της αιώνιας επιστροφής.
Στρατής Γιαννίκος