Σοφία Τσάδαρη
Η εργασία που παρουσιάζουμε εδώ είναι
αρκετά παλιά, καθώς έγινε το εαρινό εξάμηνο του 2008 στο πλαίσιο του
μαθήματος «Θέματα Αστικού Σχεδιασμού» του ΔΠΜΣ «Πολεοδομία – Χωροταξία»
της αρχιτεκτονικής ΕΜΠ.
Όμως η ανάπτυξη της περιοχής των Λιπασμάτων στη
Δραπετσώνα είναι ένα θέμα απολύτως επίκαιρο, και το φάσμα των υπαρκτών
προτάσεων είναι και σήμερα αυτό που περιγράφεται στην εργασία. Μία
λογική είναι η πολεοδόμηση της περιοχής με τα συμβατικά θεσμικά
εργαλεία, η οποία αστικοποιεί μεν την περιοχή, δίνει όμως τη δυνατότητα
μέσω της εισφοράς σε γη και σε χρήμα για την ανάπτυξη χώρων πράσινου και
κοινωφελών δραστηριοτήτων από την πλευρά του Δήμου.
Μία δεύτερη λογική
είναι αυτή της μέγιστης επιχειρηματικής αξιοποίησης με ένα masterplan
που αντιμετωπίζει συνολικά τον χώρο. Βλέπουμε ότι η λογική αυτή
εισάγεται ήδη από το 2008, όμως σήμερα η μνημονιακή νομοθεσία που έγινε
γνωστή με την κωδική ονομασία «fast track» δίνει τη δυνατότητα στους
ιδιώτες ιδιοκτήτες της έκτασης να κινήσουν οι ίδιοι τη διαδικασία
πολεοδόμησής της και επιπλέον τους εξαιρεί από την υποχρέωση εισφοράς σε
γη και σε χρήμα. Τέλος υπάρχει, τότε και τώρα, μια ολόκληρη βεντάλια
προτάσεων από τις επιτροπές και τα κινήματα των κατοίκων, με έμφαση
στους χώρους πράσινου και τους δημόσιους ελεύθερους χώρους.
Η περιοχή των λιπασμάτων είναι
ταυτόχρονα σημαντικό πολεοδομικό φιλέτο αλλά και η φυσική εκτόνωση των
γειτονικών περιοχών κατοικίας προς τη θάλασσα. Η εξαίρεση της παραλιακής
της ζώνης από την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ ενισχύει και τις δύο πλευρές.
Το μέλλον της περιοχής θα καθοριστεί σε τελική ανάλυση από το αποτέλεσμα
της σύγκρουσης μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων που βλέπουν τα συμφέροντά
τους να περνάνε από την υλοποίηση μίας εκ των παραπάνω επιλογών.
-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πόλη της Αθήνας στην αυγή του 21ου αιώνα αναπτύσσεται με
βάση νέα δεδομένα. Διατηρώντας μια σειρά από ιδιομορφίες σε σχέση με
την ιστορική της εξέλιξη επηρεάζεται τόσο από ενδογενείς όσο και από
εξωγενεις παράγοντες.
Από τις πρώτες επιλογές της Οθωνικής περιόδου έως την μεταπολεμική
αστικοποίηση από τη δεκαετία του ’50 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80
μια σειρά από σημαντικές παράμετροι καθόρισαν τη φυσιογνωμία της πόλης. Η
κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας ή και μικροϊδιοκτησίας, οι τεράστιες
ανάγκες για στέγαση της αστικοποιούμενης Αθήνας του 50’ και του ’60, η
ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας μέσω της «αυθαίρετης δόμησης»
και της «αντιπαροχής», η ανάδειξη του κατασκευαστικού κλάδου ως βασικής
οικονομικής δραστηριότητας διαμόρφωσαν το πλαίσιο ανάπτυξης της πόλης.
Το «μωσαϊκό αποσπασματικών υποσυνόλων», η στενότητα του δημόσιου χώρου
και η ασχεδίαστη επέκταση είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της
ελληνικής πόλης και αποτελούν τα χωρικά αποτελέσματα των επιδιώξεων για
τη μεγιστοποίηση της γαιοπροσόδου και την αναγωγή της ιδιόκτητης
κατοικίας σε ισχυρό κοινωνικό πρότυπο. Παρά τα νέα δεδομένα, που
παρακάτω θα θίξουμε, δεν αναιρείται το γεγονός πως σε γενικές γραμμές η
Αθήνα φέρει ακόμη τα στοιχεία αυτά της πολεοδομικής ιστορικής της
εξέλιξης.
Η ευρύτερη συζήτηση σε θεωρητικό, αλλά και πρακτικό, επίπεδο που
διεξάγεται διεθνώς σε συνδυασμό με τα νέα οικονομικά δεδομένα συνθέτουν
μια διαφορετική τάση. Η καθιέρωση διατυπώσεων όπως ο «ανταγωνισμός των
πόλεων» εμπεδώνει επί της ουσίας τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση που θεωρεί
ότι η προσέλκυση και ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων, χώρων και επενδύσεων
επισύρει και την ανάπτυξη συνολικά και αποτελεί το στόχο των
παρεμβάσεων στην πόλη.
Οι ευρωπαϊκές εμπειρίες της τελευταίας
εικοσαετίας όπως π.χ. αυτή των «αναπλάσεων στα αστικά κενά» συγκροτεί
ένα νέο «παράδειγμα» και είτε οφθαλμοφανώς είτε έμμεσα δημιουργεί
πρότυπα που σταδιακά δίνουν δείγματα γραφής και στην ελληνική πόλη. Από
την άλλη πλευρά, είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνδιάσκεψη των Ηνωμένων
Εθνών για τους ανθρώπινους οικισμούς (Habitat II), που συνήλθε στην
Κων/πολη 3-14 Ιουνίου 1996, συνιστάται στα Κράτη να μην καταλύουν
πρακτικές (έστω και αν θεωρούνται παράνομες ή ημιπαράνομες) που έχουν
εξασφαλίσει στέγαση ή απασχόληση και εισόδημα σε ομάδες του πληθυσμού,
αν δεν έχουν προηγουμένως εξασφαλίσει μηχανισμούς και χρηματοδότηση για
την αποκατάσταση αυτών των ομάδων.
Βέβαια, οι διεθνείς τάσεις βρίσκουν και ντόπιο έδαφος για να
στηριχθούν. Σε οικονομικό επίπεδο έχουμε την ανάδυση νέων
επιχειρηματικών σχημάτων, όπως είναι οι συγχωνεύσεις των κατασκευαστικών
εταιρειών και η δραστηριοποίηση των τραπεζών στον τομέα της ανάπτυξης
και αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας (property development). Στο
επίπεδο της δημόσιας διοίκησης και εν γένει σε σχέση με το ζήτημα της
σχέσης κράτους και αγοράς έχουμε επίσης νέα δεδομένα όπως τις ΣΔΙΤ και
τη συστηματική προσπάθεια αξιοποίησης και εκμετάλλευσης της ακίνητης
περιουσίας του Δημοσίου (ΟΤΕstate, ETA A.E., ΓΑΙΟΣΕ), που εκτός των
άλλων αφορούν και μεγάλες ιδιοκτησίες γης. Η Ολυμπιάδα του 2004 και τα
έργα υποδομής πριν και μετά από αυτήν (κυρίως Αττική Οδός, Αεροδρόμιο,
Μετρό και προαστιακός, αλλά και μια σειρά από άλλα) διαμορφώνουν ένα
διαφορετικό πλαίσιο για την κατανομή των χρήσεων και εισάγουν σε
μεγαλύτερο βαθμό το ιδιωτικό κεφάλαιο στο παιχνίδι της κατανομής.
Όλα
αυτά τα δεδομένα συνυφασμένα με τις διεθνείς τάσεις διαμοφώνουν ένα νέο
πεδίο. Τα διακυβεύματα που σχετίζονται με αυτήν την προβληματική
γίνονται απτά με την ανάδειξη παρεμβάσεων σε νευραλγικά σημεία του
λεκανοπεδίου της Αττκής. Τα περιβαλλοντικά ζητήματα ιδιαίτερα μετά από
τις τεράστιες καταστροφές του περασμένου καλοκαιριού, τα παραδείγματα
ανάδειξης του «πολιτισμού» ως κομβική παράμετρο της διαμόρφωσης του
«προφίλ» της πόλης και ως προϊόντος κατανάλωσης, η μετατροπή της Ελλάδας
σε χώρα εισαγωγής μεταναστών ταυτόχρονα με τον Ευρωπαϊκό ρόλο της ως
μιας από τις πύλες εισόδου της Δύσης στα Βαλκάνια έρχονται να
συμπηρώσουν το παζλ των δεδομένων.
Σε
αυτά τα πλαίσια το μέλλον του Αμαρουσίου, του Ελληνικού, της
Δραπετσώνας, του Ελαιώνα αναζητούν προοπτική. Η ενοποίηση των
Αρχαιολογικών χώρων, η ανάδειξη των περιοχών του Ψυρρή, του Γκαζιού, του
Μεταξουργίου σε περιοχές αναψυχής ή πολιτισμού και η «βιομηχανία της
κουλτούρας» των τεράστιων εμπορικών κέντρων φέρνουν τα ζήτηματα του
πολιτισμού και του δημόσιου χώρου της πόλης στο επίκεντρο. Η Αττική οδός
με ό,τι σάρωσε στο πέρασμά της και η αστική ανάπτυξη στα Μεσόγεια
αναδεικνύουν τα ερωτήματα σε σχέση με την αστική διάχυση και την
κατοίκηση. Ετούτα τα παραδείγματα μαζί με όσα δεν αναφέρονται – στο
σύνολό τους και όχι τόσο δομικά διαχωρισμένα – εγείρουν ερωτήματα για τη
μεταλλαγές της ελληνικής πόλης.
-
ΤΥΠΟΛΟΓΙΕΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
Η
επιλογή μιας ορισμένης περιοχής μελέτης αποτελεί τη μεθοδολογία
προσέγγισης των ερωτημάτων που απασχολούν ετούτη την εργασία. Η μελέτη
περίπτωσης – και συγκεκριμένα η Δραπετσώνα – λειτουργεί ως αφαίρεση σε
σχέση με την όλη Αθήνα και είναι για εμάς το συγκεκριμένο πεδίο για τη
διερεύνηση των φαινομένων που λαμβάνουν χώρα στην πόλη ως το όλον που συντίθεται όμως από τα επιμέρους.
Η επιλογή ενός συγκεκριμένου τμήματος βοηθά τόσο στην ανάλυση όσο και
στην παρέμβαση στην πόλη, η οποία δεν παύει στο σύνολό της να είναι πιο
σημαντική από τα μεμονωμένα μέρη της.
Η έννοια του «τύπου», ο οποίος βρίσκεται στη βάση της τυπολογίας ως
μελέτης των τύπων, έχει μια πολύ βασική διαφορά από την έννοια του
«μοντέλου». Ο τύπος σε αντιδιαστολή με το μοντέλο δεν προσφέρεται προς
«μίμηση». Τα χαρακτηριστικά του τύπου δεν είναι ακριβή και δεδομένα,
αλλά σε μια πολύ λιγότερο δογματική προσέγγιση αποκτούν διαλεκτική σχέση
με όλες τις παραμέτρους που συνθέτουν το χώρο της πόλης.
Η τυπολόγηση αποτελεί μια μέθοδο που μέσα από τη μελέτη των
συντελεστών του αστικού χώρου διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο για την
ανάλυση και την ανάπτυξη του αστικού χώρου. Μέσα από τη χρήση της
τυπολογίας επιδιώκεται η υπέρβαση μιας απλοϊκής ανάλυσης μέσω της
καταγραφής των λειτουργιών και των χρήσεων γης σε ένα χαρτί, η οποία
αδυνατεί να ερμηνεύσει πιο σύνθετα φαινόμενα. Το λειτουργικό κριτήριο
μπορεί να είναι αποδεκτό ως πρακτικός κανόνας ή καταρχήν βάση, είναι
όμως απαραίτητο να εμπλουτίζεται και με άλλα κριτήρια, τα οποία κάθε
φορά μπορεί να διαφέρουν αρκεί να οδηγούν στο σκοπό μας: την κατανόηση
και την ερμηνεία των φαινομένων της πόλης.
Με μια τέτοια λογική, οι έννοιες της τυπολογίας και της ταξινόμησης
είναι ζητήματα που αξίζει να διερευνώνται με ιδιαίτερο τρόπο ως μέθοδοι
και εργαλεία της θεωρίας – αλλά και της πράξης. Η παρούσα εργασία σε
καμία περίπτωση δεν δύναται να απαντήσει ολοκληρωμένα σε αυτά τα
ερωτήματα. Ούτε καν να προβεί σε μια πλήρη καταγραφή των τυπολογιών της
αστικής ανάπτυξης για την περιοχή της Δραπετσώνας. Αυτό που κυρίως
επιδιώκεται είναι μια πρώτη διερεύνηση της φιλοσοφίας και της μεθόδου
μέσω των οποίων μπορεί να προσεγγίζεται το θέμα.
Στην διαδρομή μας για την ανάγνωση και την ανάλυση των δεδομένων στην περιοχή μελέτης η ιστορία θα
αποτελέσει κεντρικό παράγοντα. Η πόλη μέσα από τους μετασχηματισμούς
της είναι κάτι που παραμένει και η διάρκειά της αυτή είναι το στοιχείο
του παρελθόντος που εξακολουθεί να παραμένει στο παρόν. Στην πόλη
συνήθως τα πιο σημαντικά στοιχεία διάρκειας είναι οι δρόμοι και το
σχέδιο πόλης. Το σχέδιο πόλης μπορεί να μετασχηματίζεται, να υποδέχεται
διαφορετικά κτίρια, ωστόσο αποτελεί μια βάση που δεν εξαφανίζεται. Η
μορφή της πόλης είναι η μορφή μια εποχής και μέσα στη μορφή κάθε εποχής
ενυπάρχουν πολλές εποχές. Η ιστορία και η μνήμη ως η άλλη όψη της –
όταν όπως σημειώνει ο Eisenman η λειτουργία αποσυρθεί και παραμείνει η
μορφή – υφέρπει σε κάθε σχόλιο για την πόλη.
Υπάρχει πολύ περισσότερο σε
μια περιοχή όπως αυτή της Δραπετσώνας αν σκεφτούμε πως η λειτουργία της
βιομηχανικής ζώνης είναι ακόμη υπαρκτή και η λειτουργία του
βιομηχανικής καρδιάς των λιπασμάτων διακόπηκε το 1999. Οι
μετασχηματισμοί που μας οδηγούν από την ιστορία στη μνήμη είναι νωποί
και οι ρυθμοί ραγδαίοι. Τα στοιχεία που επιβιώνουν μέσα από την ιστορική
διαδρομή της πόλης είναι μια από τις μεθόδους για να προσεγγίσουμε τους
μετασχηματισμούς της και να διερευνήσουμε τις τάσεις αυτών των
μεταλλαγών στο μέλλον. Έτσι, η τυπολογία μπορεί να αποκτήσει συνθετική
αξία και από τακτοποίηση των πληροφοριών του γνωστού να πρωτοστατήσει
στην ανακάλυψη του καινούριου.
Η
τυπολογία, λοιπόν, στα πλαίσια της ιστορικής προσέγγισης μπορεί να
εκτείνεται όχι μόνο στο πλαίσιο του δοσμένου ως τα δεδομένα του
παρελθόντος και του παρόντος, αλλά και στο εν δυνάμει. Με αυτό εννοούμε
τη δυνατότητα τυπολόγησης των τάσεων της μελλοντικής ανάπτυξης που όπως
θα επιχειρηθεί και στις επόμενες ενότητες ίσως αποτελεί το πιο κομβικό
ερώτημα για το μετασχηματισμό της Δραπετσώνας. Οι δε τάσεις αυτές
διαπλέκονται με το ειδικό και το γενικό, με το τοπικό της Δραπετσώνας,
το υπερτοπικό στην κλίμακα της πρωτεύουσας, αλλά και το υπερτοπικό ως
διεθνές.
Για τη μελέτη της Δραπετσώνας θεωρούμε βασικά συστατικά για τις
τυπολογίες αστικής ανάπτυξης τις περιοχές κατοικίας και την ανάπτυξη της
βιομηχανικής ζώνης με βάση και την ιστορική εξέλιξή τους. Η επιλογή των
δύο αυτών βασικών συντελεστών – παραμέτρων δε γίνονται απλώς από τη
σκοπιά της λειτουργίας και των χρήσεων. Η επιλογή τους έχει απολήξεις
στη διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Το συλλογικό και το
ιδιωτικό, η κοινωνία και το άτομο, συγχέονται και συγκρούονται μέσα στην
πόλη. Οι κατοικίες γίνονται το πεδίο του καθημερινού τρόπου ζωής. Η
μελέτη της κατοικίας ξεκινά από τις γεωγραφικές ταξινομήσεις και τις
κοινωνιολογικές θεωρήσεις για να φτάσει μέσα από την αρχιτεκτονική στην
ίδια τη χωρική έκφραση και τη δομή του αστικού χώρου. Οι περιοχές
κατοικίας είναι περιοχές διαπλοκής της δημόσιας, της ημι-δημόσιας και
της ιδιωτικής σφαίρας. Η πλατεία και ο δρόμος μεταξύ των κατοικιών
αποτέλεσαν ιστορικά κατεξοχήν πεδία της δημόσιας ζωής της εργατικής –
προσφυγικής Δραπετσώνας.
Η περιοχή της βιομηχανίας κατέχει επίσης εξαιρετικά σημαντικό ρόλο
μιας και αφενός ήταν κυριολεκτικά ο πρώτος πυρήνας ανάπτυξης της
περιοχής και αφετέρου εν πολλοίς βασικός δημόσιος χώρος της
εργατούπολης. Ο χώρος της εργασίας ήταν ο κοινωνικός χώρος και η δεύτερη
πλευρά της καθημερινότητας. Ήταν πεδίο συλλογικής ύπαρξης και δράσης,
αλληλοδιαπλοκής του εργατικού και του αστικού στοιχείου της ταυτότητας
του κατοίκου της Δραπετσώνας.
Η
εγκατάσταση των Λιπασμάτων (1904) και των τσιμέντων ΗΡΑΚΛΗΣ (1911)
αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα της λιμενοβιομηχανικής ζώνης της περιοχής
στα πλαίσια της τάσης εγκατάστασης της βαριάς βιομηχανίας στην
πρωτεύουσα έναντι των επαρχιακών πόλεων, που εκδηλώθηκε ήδη από τις
αρχές του 20ου αιώνα.
Η Δραπετσώνα έως το 1950 ανήκε στο Δήμο
του Πειραιά και αποτελούσε από παλιά χώρο κατοικίας του βιομηχανικού
προλεταριάτου και κυρίως των εργαζομένων στο λιμάνι και τις παρακείμενες
βιομηχανικές μονάδες, σε πραγματικά άθλιες συνθήκες στέγασης. Η
εγκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής καθώς και η
εξυπηρέτηση της περιοχής από τη γραμμή τραμ Πειραιά-Περάματος έδωσε νέα
ώθηση για τη χωροθέτηση βιομηχανικών μονάδων στη λιμενική ζώνη. Η
εγκατάσταση της ΔΕΗ, των Μύλων, του Γυψάδικου το 1926 και της Πορφυρίνας
το 1930 καθόρισε το χαρακτήρα της περιοχής έως το τέλος της δεκαετίας
του ’90.
Τα
πρώτα εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια ανάγονται στις αρχές του 1930 και
ήδη το 1950 είναι διαμορφωμένος στο μεγαλύτερο τμήμα του ο σημερινός
αστικός ιστός. Μεγάλη παρέμβαση ανατροπής του χαρακτήρα της περιοχής
γίνεται κατά τη διάρκεια της χούντας με την κατεδάφιση του πρώτου πυρήνα
των προσφυγικών Αγ. Διονυσίου Δραπετσώνας και την αντικατάστασή του με
πολυώροφα κτίρια του ΟΕΚ. Μικρότερη σε έκταση είναι η παρέμβαση κατά τη
δεκαετία του ’80 για το δεύτερο πυρήνα εργατικών κατοικιών στα
Ταμπάκικα.
Το κτισμένο περιβάλλον που παρήγαγε η χωροθέτηση της βιομηχανικής
ζώνης είναι η άλλη σημαντική πλευρά της. Καθόρισε τον αστικό χώρο στο
σύνολό του, ως χώρο κυριολεκτικά και ως σύνολο κοινωνικών
σχέσεων. Αυτός ο ισχυρισμός γίνεται ακόμη πιο πραγματικός αν
αναλογιστούμε πως το βιομηχανικό κτισμένο δεν αφορά μόνο τα εργοστάσια
καθεαυτά. Η κατοίκηση της περιοχής έγινε βασικά από το εργατικό δυναμικό
της βιομηχανίας. Τα «οικήματα» που κατασκεύασε το εργοστάσιο των
Λιπασμάτων για τη διαμονή των εργατών με τις οικογένειές τους είναι
χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Επιπλέον ο εργατικός χαρακτήρας της γειτονιάς ήταν αυτός που ενίσχυσε
και τη μαζική εγκατάσταση των προσφύγων ήδη από το 1914 και ως το ’22. Η
«οργανωμένη κατοικία», από τα «οικήματα» έως τα προσφυγικά και τις
εργατικές κατοικίες από το ’68 έως τη δεκαετία του ’80, αλλά και τις
κατοικίες που και τώρα ακόμη κτίζονται σε γη ιδιοκτησίας του ΟΕΚ,
χαρακτήρισε αυτή τη γειτονιά, όπως σε λίγες περιπτώσεις στον ελληνικό
χώρο. Αυτή η διαπλοκή της δημόσιας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ήταν
καθοριστικής σημασίας για την διαμόρφωση της χωρικής αστικής ταυτότητας.
Τόσο στη βιομηχανία όσο και στην κατοικία έχουμε μίξη των δύο αυτών
παραγόντων.
Όσον
δε αφορά την ιδιωτική πρωτοβουλία στην κατοικία, αυτή υπήρξε και
υπάρχει ως μικρής, μεσαίας και μεγάλης κλίμακας. Από την παραγκούπολη
των χιλιάδων προσφύγων και τα αυθαίρετα, την ανοικοδόμηση μέσω των
μηχανισμών της αντιπαροχής και τους μικρομεσαίους εργολάβους, ως τα
σχέδια μεζονετών της «Πρότυπος Κτηματική» διαμορφώνεται ένα πολυεπίπεδο
σκηνικό. Τα τελευταία σε συνδυασμό με τα προσφυγικά, τις εργατικές και
τα νέα συγκροτήματα του ΟΕΚ συστήνουν ένα σύνθετο πλέγμα κατοίκησης.
Η
σχέση ανάμεσα στην κατοικία και τη βιομηχανία, όπως και παραπάνω
σημειώνεται, είναι επίσης χαρακτηστική για την περιοχή της Δραπετσώνας.
Αυτό που διακρίνει κανείς με μια πρώτη ματιά ακόμη και από τη διαφορά
μεγεθών της ιδιοκτησίας και την πυκνότητα του οδικού δικτύου είναι μόνο
ένα από τα αποδεικτικά στοιχεία. Η βιομηχανία από βασικός συντελεστής
της αστικής ανάπτυξης θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα αποτελεί
αναπόσπαστο τμήμα του μοναδικού τοπικού χαρακτήρα-ή του “locus” αν
αποδεχθούμε τον όρο του Aldo Rossi ως τη μοναδική και οικουμενική σχέση
που υπάρχει ανάμεσα σε έναν συγκεκριμένο τόπο και στις κατασκευές που
υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο» (1991: σ.145). Η πόλη βρίσκεται μεταξύ του
τεχνικού και φυσικού στοιχείου, αντικείμενο της φύσης και υποκείμενο του
πολιτισμού.
3.ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ-ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
3.1 ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Η στρατηγική θέση την οποία κατέχει η περιοχή παρέμβασης στο αστικό
συγκρότημα της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών θεωρείται δεδομένη, στο
κέντρο της παράκτιας ζώνης της Δυτικής Αθήνας , δυτικά και σε άμεση
επαφή με το λιμάνι του Πειραιά. Επισημαίνεται σε όλες τις έως τώρα
μελέτες ο διαφορετικός χαρακτήρας της ανατολικής παράκτιας ζώνης του
Λεκανοπέδιου της Αττικής – τουρισμός και αναψυχή – σε σχέση με αυτόν της
δυτικής – λιμενοβιομηχανικός. (Κλουτσινιώτη&Μεσαρέ 2006β, σ. 6)
Τα κύρια χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης και της άμεσης
περιβάλλουσας περιοχής της μπορούν να περιγραφούν με βάση τους εξής
άξονες (Κλουτσινιώτη & Μεσαρέ 2006α σελ. 5) :
- Είναι φορτισμένη με μνήμες από την πρώτη βιομηχανική ανάπτυξη στην Αττική με ανάλογα κτίρια και εξοπλισμούς απολύτως «αναξιοποίητα».
- Διαθέτει ισχυρά στοιχεία του παράκτιου φυσικού τοπίου της Δυτικής Αθήνας, απολύτως υποβαθμισμένα.
- Όλη η παράκτια ζώνη είναι αποκομμένη από τη χρήση των κατοίκων των κοντινών περιοχών, αλλά και γενικότερα των κατοίκων του Λεκανοπεδίου.
- Πίσω από αυτήν, βόρεια και ανατολικά, βρίσκεται κατακερματισμένος ο αστικός ιστός των δύο Δήμων (Δραπετσώνας και Κερατσινίου), με κύρια χρήση την κατοικία, τη βιοτεχνία – βιομηχανία και το τοπικό λιανικό εμπόριο.
- Σταδιακά μειώνεται η σημαντική βιομηχανική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της περιοχής, την αύξηση της ανεργίας και τη γήρανση του πληθυσμού.
- Οι συνθήκες περιβάλλοντος είναι γενικά κακές, με μόλυνση των εδαφών από χημικές και άλλες ουσίες, ειδική ρύπανση αέρα από την κυκλοφορία βαρέων οχημάτων, τα οποία διέρχονται μέσα από τον αστικό ιστό.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι αρκετά περίπλοκο. Σημαντικό μέρος της
περιοχής ανήκει «κατά κυριότητα» στο ελληνικό Δημόσιο ή στους Δήμους,
αλλά εξίσου σημαντικό τμήμα έχει παραχωρηθεί «κατά χρήση» σε φορείς του
ευρύτερου δημοσίου τομέα, οι οποίοι σήμερα έχουν μετατραπεί σε ανώνυμες
εταιρίες. Η συνολική έκταση ανέρχεται σε 661,05 στρ. και κατανέμεται ως
εξής: Στο ελληνικό δημόσιο – με παραχώρηση κατά χρήση στον ΟΛΠ – ανήκει έκταση 93,75 στρ., ήτοι σε ποσοστό 14,2%. Σε ιδιώτες ανήκουν 454,65στρ. ήτοι σε ποσοστό 68,8%
και συγκεκριμένα α) 254,00 στρ. στην ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ εκ των οποίων
32,25στρ. είναι χαρακτηρισμένη λιμενική ζώνη β)117,40 στρ στην ΑΓΕΤ
ΗΡΑΚΛΗΣ, εκ των οποίων 81,50 στρ. βρίσκονται στο Δ.Δραπετσώνας και 35,90
στο Δ.Κερατσινίου γ) 82,25 στρ. στη BP ΕΛΛΑΣ, εκ των οποίων 36,25στρ.
στο Δ.Δραπετσώνας (ανήκαν στη MOBIL) και 47,00στρ. στο Κερατσίνι. Το
υπόλοιπο έκτασης 112,65στρ. ήτοι σε ποσοστό 17% αποτελείται από δημοτικές/δημόσιες
εκτάσεις, κοινόχρηστες και κοινωφελείς. Την οριστική διευθέτηση «μη
διευθετημένων» ιδιοκτησιακά περιοχών θα επιλύσει η Πολεοδομική μελέτη
και η Πράξη Εφαρμογής. (Κλουτσινιώτη&Μεσαρε, 2006β σ. 14-15).
Ισχύον Θεσμικό πλαίσιο δόμησης
Το θεσμικό πλαίσιο στην περιοχή ανάπλασης διέπεται από τα καθεστώτα
εν ισχύ των ΓΠΣ Κερατσινίου και Δραπετσώνας (ΦΕΚ 206Δ/91 και 207Δ/91
αντίστοιχα) και από το ρυμοτομικό. Η μελέτη αναθεώρησης των ΓΠΣ θα
πρέπει να διευθετήσει τις νέες χρήσεις γης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η
περιοχή του πρώην εργοστασίου λιπασμάτων βρίσκεται εκτός καθεστώτος ΓΠΣ,
χωρίς προβλεπόμενες χρήσεις και εκτός σχεδίου. Για τον υπολογισμό των
αναγκών ο σημερινός πληθυσμός εκτιμάται σε περίπου 13.000 κατοίκους
(απογραφή 2001). Με βάση αυτό και με την εκτίμηση του πρόσθετου
πληθυσμού που θα εγκατασταθεί με βάση τις χρήσεις γης της πολεοδομικής
μελέτης θα γίνει ο τελικός υπολογισμός.
Στο εγκεκριμένο Ρυμοτομικό Σχέδιο (1931) περιλαμβάνονται «εντός» και
«εκτός» σχεδίου τμήματα (όριο είναι αυτό της ιδιοκτησίας της ΠΡΟΤΥΠΟΣ
ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ στην εικόνα 1). Στο εντός Σχεδίου τμήμα περιλαμβάνονται
κοινόχρηστες και κοινωφελείς χρήσεις-με διαδοχικές τροποποιήσεις του
σχεδίου πόλεως – οικοδομικά τετράγωνα με ΣΔ 2,6 και «συνεχές» οικοδομικό
σύστημα, δύο «βιομηχανικές ζώνες» όπου ο ΣΔ είναι 1,4. Επίσης ένα
τμήμα της βιομηχανικής ζώνης χαρακτηρίστηκε με πρόσφατη τροποποίηση του
ρυμοτομικού «επέκταση χερσαίας ζώνης Λιμένος Πειραιώς». Να σημειώσουμε
πως ο χαρακτηρισμός ενός χώρου ως «λιμενική ζώνη» συνεπάγεται αυτομάτως
την άρση του ισχύοντος ρυμοτομικού. (Κλουτσινιώτη&Μεσαρέ 2006β, σελ
20).
Σύμφωνα με τη σύμβαση Δήμου και Μελετητών, το θεσμικό πλαίσιο εκπόνησης της Πολεοδομικής μελέτης είναι ο Ν.2508/97.
Για το τμήμα της εντός σχεδίου περιοχής γίνεται εφαρμογή του άρθρου 15
του παραπάνω νόμου, ενώ για το υπό ένταξη τμήμα του άρθρου 4 και
ειδικότερα των παραγράφων 6&7. Η έγκριση κήρυξης της περιοχής ως
περιοχής Ανάπλασης έχει ήδη συντελεστεί με βάση το άρθρο 7 του ίδιου
νόμου, το σύνολο της περιοχής ανάπλασης υπόκειται σε εισφορά σε γη με
βάση τον Ν.1337/83 (παρ.4 του άρθρου 8). Εισφορά σε χρήμα επιβάλλεται μόνο στο υπό ένταξη τμήμα και υπολογίζεται με βάση το αρ.21 του Ν.2508/97.
3.2 ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Το ζήτημα της ανάπλασης της βιομηχανικής ζώνης τίθεται για πρώτη φορά
συγκροτημένα το 1992 στα πλαίσια της μελέτης της ΑΝΔΗΠ, την Αναπτυξιακή
εταιρία δήμων και κοινοτήτων Πειραιά (ΟΡΣΑ, 1996). Ο ΟΡΣΑ, στα πλαίσια
της μελέτης ΓΠΣ που εκπόνησε το 1996, διαφώνησε με την παραπάνω πρόταση
προτείνοντας μια πληρέστερη μεθοδολογία προσέγγισης. Ο συντονισμός του
έργου ανατέθηκε στη (ΔΕΠΟΣ), η οποία πρότεινε την εφαρμογή ΖΕΠ και
ίδρυση φορέα (ΟΡΣΑ, 2004). Το πανεπιστήμιο Πειραιά θεώρησε αναγκαία την
παροχή θέσεων απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα (ο.π.). Σημειωτέο
είναι ότι την περίοδο εκείνη όλες οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις της
περιοχής λειτουργούσαν ακόμη και τα προτεινόμενα μέτρα προέβλεπαν την
υποχρεωτική μετεγκατάστασή τους. Οι προτάσεις δεν απέσπασαν τη συναίνεση
των εμπλεκόμενων φορέων, του Υπ. Ανάπτυξης για τις εγκαταστάσεις
λιπαντικών, του ΟΛΠ για την εγκατάσταση του διαμετακομιστικού κέντρου
της ΑΓΕΤ εντός της λιμενικής ζώνης. (ΟΡΣΑ, 2004)
Η συμμετοχή του ΟΡΣΑ στο πρόγραμμα Terra ήταν μια ευκαιρία να τεθεί
το ζήτημα σε μια νέα βάση στηριζόμενη στις αρχές του ΕΣΧΑ και στην
ανταλλαγή εμπειρίας με άλλες πόλεις που συμμετείχαν στο δίκτυο
Posidonia. Το πρόγραμμα Terra θεωρείται η πρώτη δράση εφαρμογής Σχεδίου
Ανάπτυξης Κοινοτικού Χώρου (ΣΑΚΧ). Λόγω του Terra ο ΟΡΣΑ ενεπλάκη και
στο επιδεικτικό πρόγραμμα ολοκληρωμένης διαχείρισης του παράκτιου χώρου,
που είχε ως στόχο τη διασύνδεση όλων των προγραμμάτων που αφορούσαν
παράκτιες ζώνες για τη καλύτερη δυνατή υλοποίηση των προϋποθέσεων της
αειφόρου ανάπτυξης αυτών των περιοχών. Τέλος, στην ίδια περιοχή έχει
ολοκληρωθεί και η κοινοτική Πρωτοβουλία Urban, πρόγραμμα σχετικό με τις
αστικές αναπλάσεις σε περιοχές που βρίσκονται σε κρίση λόγω
αποβιομηχάνισης. (ΟΡΣΑ, 2004)
Στα πλαίσια των στόχων της μελέτης αναθεώρησης του ΓΠΣ των δύο δήμων
(1996) και της προσέγγισης που εισήγαγε η πρωτοβουλία Urban το πρόγραμμα
Posidonia έθεσε τον εξής στρατηγικό στόχο. Ο τελευταίος ήταν η
οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική αναβάθμιση της περιοχής, τόσο
προς όφελος των κατοίκων και απασχολούμενων στην περιοχή και τη Δυτική
Αθήνα όσο και προς όφελος του μητροπολιτικού συγκροτήματος, στα πλαίσια
της ενίσχυσης του διεθνούς ρόλου της Αθήνας. Με σύμβαση που υπογράφηκε
το 1999, οι εργασίες της οποίας ολοκληρώθηκαν το 2000, ο ΟΡΣΑ ανέθεσε
στα γραφεία μελετών «Ουρανία Κλουτσινιώτη, αρχιτέκτων – πολεοδόμος» και
«Νίκη Τορτοπίδη, οικονομολόγος», την «Τεχνική και επιστημονική
υποστήριξη του προγράμματος Terra-Posidonia, που είχε επιπλέον τη
στόχευση να συμβάλει στη σύγκλιση των θέσεων των εμπλεκόμενων φορέων.
(ο.π.)
Τον Νοέμβριο του 2005 υπογράφηκε σύμβαση μεταξύ του Δημάρχου
Δραπετσώνας κ. Γιώργου Αραβιάδη και των εκπροσώπων των αναδόχων των
μελετητικών γραφείων Κλουτσινιώτη και Μεσαρέ, στα οποία ανατέθηκε η
μελέτη ανάπλασης της περιοχής. Την ίδια περίοδο η εθνική τράπεζα ανέθεσε
την εκπόνηση μελέτης ανάπτυξης στο γραφείο μελετών «Θύμιος Παπαγιάννης
και Συνεργάτες ΑΕΜ». (Κλουτσινιώτη & Μεσαρέ 2006β, σελ4-5)
3.3 ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ
Η προσέγγιση Κλουτσινιώτη-Μεσαρέ
(πηγή: Κλουτσινιώτη&Μεσαρέ 2006α, και 2006β)
Κύριος στόχος της μελέτης είναι η διερεύνηση των αναγκαίων
προϋποθέσεων ώστε να καταστεί δυνατή η τροποποίηση του ΓΠΣ (ο.π. σ 1).
Αντικείμενο της μελέτης που θα εκπονηθεί σε δύο φάσεις είναι α) η
χωροταξική θεώρηση και η εκπόνηση Χωροταξικού Σχεδίου Γενικής Διάταξης
σε κλίμακες 1:5000 και 1:2000 β)ο έλεγχος των δυνατοτήτων εφαρμογής του
παραπάνω χωροταξικού γ) η πολεοδομική μελέτη σε κλίμακες 1:2000 και
1:1000. Η παρουσίαση που ακολουθεί επικεντρώνεται στο α΄ στάδιο της ΠΜ
(προμελέτη), ενώ ως βασικά στοιχεία της χωροταξικής θεώρησης έχουν
κομβικά παραπάνω παρουσιαστεί (βλ. ενότητα 2, 3.1, 3.2). Η συγκεκριμένη
δε παρέμβαση (πολεοδομική προμελέτη) αφορά αποκλειστικά την περιοχή
εντός των ορίων του Δήμου Δραπετσώνας. (ο.π., σ. 4).
Αφετηρία υπολογισμών υπήρξε η οφειλόμενη εισφορά σε γη της κάθε
ιδιοκτησίας και ο μέσος συντελεστής δόμησης (bruto) = 0,40. Τελικά ο
προβλεπόμενος ΜΣΔ συμπεριλαμβανομένων των κτιριακών εγκαταστάσεων για τα
κοινωφελή ανέρχεται στο 0,51.
Ορίζονται περιοχές α) Αμιγούς Κατοικίας (ΑΚ) όπου
επιτρέπονται οι χρήσεις κατοικίας και εμπορικών καταστημάτων που
εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής, β) Γενικής Κατοικίας (ΓΚ)
που εκτός των παραπάνω επιτρέπονται οι χρήσεις ξενώνα ή και ξενοδοχείου
έως 100 κλινών, εμπορικών καταστημάτων (με εξαίρεση τις υπεραγορές και
τα πολυκαταστήματα), εστιατορίων, αναψυκτηρίων, πολιτιστικών
εγκαταστάσεων και κατ’ εξαίρεση μπορούν να χρησιμοποιούνται χώροι
κτιρίων κατοικίας για άσκηση επαγγέλματος ασυμβίβαστου προς την κύρια
χρήση γ) Κεντρικών Λειτουργιών (ΚΛ) όπου επιτρέπονται
τα παραπάνω και επιπλέον χρήσεις γραφείων, τραπεζών, ασφαλειών,
κοινωφελών οργανισμών διοίκησης, εμπορικών καταστημάτων και ξενοδοχείων,
κέντρων διασκέδασης και αναψυχής και χώροι συνάθροισης κοινού. Επίσης
ορίζονται ως Κοινόχρηστες(ΚΧ) και Κοινωφελείς (ΚΦ)
οι χρήσεις πλατείας, χώρων πρασίνου, παιδικής χαράς, νηπιαγωγείου,
δημοτικού σχολείου, γυμνασίου-λυκείου, βρεφονηπιακού σταθμού,
αθλητισμού, πεζοδρόμων και χώρων στάθμευσης.
Το σύνολο των ΚΦ/ΚΧ ανέρχεται σε ποσοστό 65,97% της περιοχής
ανάπλασης. Σε εφαρμογή της σχεδιαστικής κατεύθυνσης για τη «διάχυση» της
κατοικίας γίνεται πρόταση και για την πρόβλεψη της χρήσης στις περιοχές
ΚΛ με συγκεκριμένα ποσοστά.
Στο πρόσωπο των οικοπέδων επιβάλλεται προκήπιο και η κάλυψη
κυμαίνεται από 40% έως 70% (ΑΚ: 40%, ξενοδοχεία: 50%, ΚΛ: 55% ή 70%, ΓΚ:
55%). Οι συντελεστές δόμησης ανά ΟΤ κυμαίνονται από 0,60 έως 2,40. (ΑΚ:
0,60, ΓΚ: 0,80, ΚΛ: 1,16-2,40, ξενοδοχεία: 2,40) και το μέγιστο ύψος
από 13μ. έως 24μ. Η ενοποίηση των ακαλύπτων και η φύτευση των 2/3 της
επιφάνειας των υποχρεωτικώς ακαλύπτων είναι υποχρεωτικά. Απαγορεύεται η
Pilotis και η στάθμευση εντός της πρασιάς και των ακαλύπτων. Επιβάλλεται
η κατασκευή υπόγειων χώρων στάθμευσης και στεγανών αγωγών και χώρων για
τα απορρίμματα. Η παρόδια στάθμευση στις περιοχές ΓΚ και ΚΛ είναι
ελεγχόμενη.
Το βασικό οδικό δίκτυο αποτέλεσε μια σοβαρή σχεδιαστική παράμετρο για
την οργάνωση του χώρου και ιδιαίτερα ο υπερτοπικός οδικός άξονας προς
Σχιστό. Η υπερύψωσή του επάνω από την οδό Κοντοπούλου επέτρεψε την
υλοποίηση της επιδιωκόμενης επαφής των δύο τμημάτων ένθεν κακείθεν. Το
εσωτερικό δίκτυο οργανώνεται από τον άξονα/προέκταση της Εθν.Αντιστάσεως
και των κάθετο δρόμο, που διασταυρώνεται διερχόμενος στα δυτικά του
αθλητικού πυρήνα. Ο δρόμος αυτός έρχεται από τον προτεινόμενο κόμβο στην
ακτή Βασιλειάδη προς την παραθαλάσσια περιοχή του Κερατσινίου.
Το δίκτυο πεζοδρόμων είναι μια δεύτερη, αλλά εξίσου σημαντική
παράμετρος οργάνωσης του χώρου, ιδιαίτερα σε σχέση με την
προσπελασιμότητα του θαλάσσιου μετώπου. Η είσοδος των πεζών στην περιοχή
ανάπλασης από ανατολικά γίνεται από την πλατεία με χαρακτηριστικό
σημείο σήμανσης τον παλιό «Υδατόπυργο». Κατά κανόνα το δίκτυο πεζοδρόμων
αναπτύσσεται και λειτουργεί παράλληλα με το βασικό οδικό δίκτυο. Στις
κύριες διαδρομές προτείνεται και η δημιουργία ποδηλατοδρόμου με μικτό
πλάτος τουλάχιστον 6,0μ. Το τμήμα μεταξύ της εξόδου από τη σήραγγα του
υπερυψωμένου οδικού άξονα μέχρι το ύψος της οδού Πορφύρα προσφέρεται για
τη δημιουργία παράλληλης και υπερυψωμένης πεζογέφυρας πλάτους περίπου
7,0μ. (πεζόδρομος και ποδηλατόδρομος), συνολικού μήκους 250,0μ., η οποία
ενώνει τις ροές πεζών του Κερατσινίου προς τη Δραπετσώνα καθιστώντας
άμεσα προσπελάσιμο τον αθλητικό πυρήνα και τις πολιτιστικές λειτουργίες.
Η γέφυρα προβλέπεται να περιλαμβάνει διαπλατυσμένο τμήμα που θα
λειτουργεί ως στάση και θα παραλάβει μικρό αναψυκτήριο.
Η επαφή με το θαλάσσιο μέτωπο, από το ύψος της οδού Πορφύρα μέχρι τον
παλιό ταινιόδρομο, που οριοθετεί την περιοχή κατοικίας από την ακτή
Βασιλειάδη, αποκαθίσταται. Δημιουργείται μια συνεχής διαδρομή πλάτους
20,0μ-30,0μ. Το τμήμα από το ύψος των παλαιών «Σφαγείων» μέχρι και τον
αποκαλούμενο «τάφο του Θεμιστοκλή» εντάσσεται οργανικά στο πάρκο με τις
πολιτιστικές λειτουργίες που προβλέπεται να στεγαστούν στα διατηρητέα
κτήρια της «Ηλεκτρικής» και του «Γυαλάδικου». Η «παλιά Καμινάδα» και ο
«Υδατόπυργος» σημαίνουν με την εμβληματικότητά τους την περιοχή. Ο
παλιός ταινιόδρομος θα αποτελεί την απόληξη του συστήματος πεζοδρόμων
προς το Βορρά. Η οργάνωση του λιμανιού του Πειραιά επιτρέπει την
οριστική απόδοση του παράκτιου τμήματος της περιοχής μελέτης σε
κοινωφελείς και κοινόχρηστες δραστηριότητες, γεγονός που κρίνεται και
απολύτως απαραίτητο μιας και αποτελεί τη μοναδική διέξοδο των κατοίκων
της Δυτικής Αθήνας στη θάλασσα.
Σε σχέση με τις πολιτιστικές χρήσεις και τις αθλητικές εγκαταστάσεις
προτείνονται τα εξής. Με βάση τις κατευθύνσεις της χωροταξικής μελέτης η
διατιθέμενη επιφάνεια για χρήσεις πολιτισμού προσεγγίζει τα 17.000m²
και πρόκειται να χωροθετηθεί στα κτήρια της «Ηλεκτρικής», του
«Γυαλάδικου», του Μουσείου Κανελλοπούλου, του Εργοστασίου της ΑΓΕΤ και
του «Γυψάδικου». Η δε επιφάνεια των αθλητικών εγκαταστάσεων ανέρχεται
στα 39.136m² καλύπτοντας τις ανάγκες για 7.115 κατοίκους.
Η πρόταση του γραφείου Παπαγιάννη
(πηγές: Λιάλιος Γ. 2006; Γραφείο Παπαγιάννη 2007)
Το 1995, όταν επί υπουργίας Κ. Λαλιώτη είχε ανατεθεί στη ΔΕΠΟΣ ο
συντονισμός του έργου της ανάπλασης το γραφείο Παπαγιάννη αποτέλεσε
τμήμα της μελετητικής ομάδας. Την οικονομική μελέτη είχε αναλάβει το
Πάντειο.
Η «Θ. Παπαγιάννης και Συνεργάτες ΑΕΜ» στην παρούσα φάση, με εργοδότη
την Πρότυπο Κτηματική Τουριστική ΑΕ που είναι θυγατρική της Εθνικής
Τράπεζας, θεωρεί ως σημαντικά στοιχεία σε σχέση με τους κατοίκους α)
την κληρονομιά της κουλτούρας των προσφύγων β)τη σχέση τους με τη
βιομηχανία και γ) τη γειτνίαση της περιοχής τους με τη Θάλασσα. Για την
Πρότυπο Κτηματική «στόχος της επένδυσης σε τοπικό επίπεδο είναι η
ενίσχυση του οικονομικού δυναμισμού του Πειραιά ως διεθνούς ναυτιλιακού
κέντρου, η παροχή διεξόδου προς τη θάλασσα και η αύξηση της ποιοτικής
απασχόλησης. Επίσης, η ανάδειξη των δυνατοτήτων του θαλάσσιου μετώπου,
παράλληλα με την προσφορά ψυχαγωγίας και πολιτιστικών και κοινωφελών
υπηρεσιών». Σύμβουλοι της «Θ.Παπαγιάννης και Συνεργάτες ΑΕΜ» είναι οι
εταιρείες Edaw και Economic Research Associates (ERA), ενώ η προηγηθείσα
της αρχιτεκτονικής οικονομική μελέτη και η μελέτη βιωσιμότητας
εκπονήθηκαν από τον Βρετανικό συμβουλευτικό οίκο Savills.
Η πρόταση προβλέπει μέσο συντελεστή δόμησης (ΜΣΔ=0.60) και σε σχέση
με τις χρήσεις στο σύνολο των 352.000 m² της έκτασης που αποτελούν την
περιοχή μελέτης τα εξής: 71.099 m² επιχειρηματικό κέντρο
προσανατολισμένο στη ναυτιλία, 98.813 m² για αμιγή κατοικία διάφορων
μορφών, 60.698 m² χώροι λιανικού εμπορίου, 29.871 m² για χώρους
εστιατορίων και καφέ, 35.545 m² για αναψυχή και τουρισμό, 40.625m² για
κοινωφελείς δραστηριότητες πολιτισμό την εκπαίδευση και τον αθλητισμό.
Προτείνονται δύο μουσεία για τη «σχέση των Ελλήνων με τη Θάλασσα» και
για τη «συμβολή των Μικρασιατών στην ανάπτυξη του Πειραιά», ένα κέντρο
υποβρύχιας φύσης και πολιτισμού και ένα κολέγιο για στελέχη ναυτιλιακών
επιχειρήσεων.
Συνολικά οι υπαίθριοι κοινόχρηστοι χώροι συμπεριλαμβανομένης της
παραθαλάσσιας ζώνης θα αποτελούν το 46,5% της έκτασης. Η όλη σχεδιαστική
φιλοσοφία αντιμετωπίζει την περιοχή ως ενιαίο οικόπεδο. Στα όρια με τον
οικισμό χωροθετούνται χρήσεις διοίκησης, εμπορίου και κατοικία. Η
ακτογραμμή διατηρείται σε πολύ μεγάλο βαθμό˙ κεντρική ιδέα για τη
χωροθέτηση των παράκτιων χρήσεων είναι αυτή της τοποθέτησης χρήσεων
πολιτισμού στις εξοχές και εμπορικών καταστημάτων ή αναψυχής στις εσοχές
που η ακτογραμμή δημιουργεί.
Σε επαφή με τη γειτονιά στο χώρο του «Γυψάδικου» χωροθετείται
δημοτικό πάρκο, ενώ στην περιοχή μετά τον όρμο Φαρών στην κατεύθυνση
προς το Κερατσίνι θα δημιουργηθεί πλαζ με σύστημα φιλτραρίσματος του
νερού για τους κατοίκους. Ζώνη πρασίνου θα διαμορφωθεί και παραλιακά
στην περιοχή από τον επονομαζόμενο «τάφο του Θεμιστοκλή» έως τον
«ταινιόδρομο». Δρόμος για ΙΧ δεν υπάρχει σε κανένα σημείο παράλληλα με
την ακτή, ενώ στις περιοχές «κατοικίας – φιλέτο» υπάρχουν δύο επίπεδα
δρόμων, ένα υψηλότερα για την εξυπηρέτηση των κατοικιών και ένα
χαμηλότερα για το κοινό.
Οι μελετητές θεωρούν πως εάν η περιοχή αναπτυσσόταν με βάση τα
ισχύοντα στοιχεία δόμησης θα ήταν πολύ πιο επιβαρημένη από ό,τι
προκύπτει από τη μελέτη τους. Επίσης εκτιμούν ότι το όλο εγχείρημα θα
ολοκληρωθεί σε μια δεκαετία και φυσικά θα προηγηθούν τα δημόσια έργα.
Συγκριτική αξιολόγηση των δύο προσεγγίσεων
Η μελέτη της σύμπραξης των γραφείων Κλουτσινιώτη και Μεσαρέ έχει
παρουσιαστεί στην ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ Α.Ε σε επίσημη συνάντηση, παρουσία
του Δημάρχου και του Αντιδημάρχου Δραπετσώνας. Το γεγονός ότι η τράπεζα
έχει αναθέσει στο γραφείο «Θύμιος Παπαγιάννης και Συνεργάτες, ΑΕΜ» την
εκπόνηση μελέτης ανάπτυξης είναι επίσης γνωστοποιημένο στο δήμο και τους
μελετητές του. Με βάση τα παραπάνω έχει συμφωνηθεί η συνεργασία μελών
των δύο ομάδων με στόχο την αποφυγή διαφωνιών.
Αυτή η συνεργασία σύμφωνα με τη γνώμη των Κλουτσινιώτη και Μεσαρέ
απέδωσε καρπούς (Κλουτσινιώτη & Μεσαρέ 2006β, σελ4-5). Ως εκ τούτου,
και αξιοποιώντας όλη την προηγούμενη μελετητική εμπειρία και τα
συμπεράσματά της, οι δύο μελέτες έχουν αρκετά κοινά σημεία και
συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό ως προς τις βασικές χαράξεις, τις
χωροθετήσεις των χρήσεων και τους ΣΔ. Παρόλο αυτά οι δύο προσεγγίσεις
δεν ταυτίζονται σε σχέση με τη φιλοσοφία που υιοθετούν και μπορεί κανείς
να διακρίνει στα σχέδιά τους λεπτές πλην όμως σημαντικές διαφορές. Ως
προς αυτές τις διαφορές, που αφορούν τις χρήσεις και τη χωροθέτησή τους,
τη γενικότερη φιλοσοφία, την αντιμετώπιση του περιβάλλοντικού ζητήματος
και τα κοινωνικά αποτελέσματά που τα παραπάνω θα επιφέρουν, θα
επιχειρηθεί και μια σύντομη συγκριτική παρουσίασή τους.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι χρήσεις που επιλέγονται στα όρια
γειτνίασης της περιοχής παρέμβασης με την υπάρχουσα γειτονιά, αλλά και
εκείνες που τοποθετούνται στο παραλιακό μέτωπο. Στη μελέτη
Κλουτσινιώτη-Μεσαρέ η σύνδεση με τη γειτονιά επιδιώκεται μέσω των
χρήσεων πολεοδομικού κέντρου, κοινωφελών δραστηριοτήτων και περιοχών
μαλακού πρασίνου και μέσω αυτού γενικής κατοικίας. Στο παραλιακό μέτωπο
χωροθετούνται περιοχές γενικής κατοικίας, δραστηριότητες πολιτισμού,
χώροι πρασίνου τόσο σκληρών επιφανειών όσο και μαλακών. Οι φυγές της
γειτονιάς προς τη θάλασσα είναι περισσότερο σαφείς μέσω και των χώρων
μαλακού πρασίνου δημιουργώντας δημόσια περάσματα όλων των κατοίκων προς
τη θάλασσα.
Οι χρήσεις ιδιωτικού τομέα είναι περιορισμένες στο βαθμό που
αυτό ήταν εφικτό. Η μελέτη Παπαγιάννη αντιμετωπίζει σε μεγαλύτερο βαθμό
την περιοχή ανάπλασης ως ενιαίο οικόπεδο. Στα σημεία γειτνίασης με την
υπάρχουσα δομημένη κατάσταση χωροθετείται αμιγής κατοικία, εμπορικές
χρήσεις και λειτουργίες διοίκησης, ενώ στο παραλιακό μέτωπο κυριαρχούν η
αμιγής κατοικία, οι εμπορικές χρήσεις και ο πολιτισμός. Η παραθαλάσσια
ζώνη αντιμετωπίζεται ως περισσότερο εκμεταλλεύσιμη σε αυτήν την
προσέγγιση, αφού για παράδειγμα δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος μεγάλος
ελεύθερος δημόσιος χώρος επί αυτής, πλην των πεζοδρόμων. Γενικότερα στα
σχέδια της μελέτης αυτής δε διαχωρίζονται οι μαλακοί χώροι πρασίνου από
τους υπόλοιπους και από ότι μπορεί κανείς να συμπεράνει ο μόνος χώρος
πάρκου είναι αυτός στην περιοχή του παλιού γυψάδικου.
Η τοποθέτηση μεγάλων τμημάτων αμιγούς κατοικίας, στα οποία μάλιστα
διαχωρίζεται η κίνηση των κατοίκων από αυτήν του κοινού, και η
υποστήριξη του δημόσιου περάσματος κυρίως μέσω εμπορικών λειτουργιών θα
διαμορφώσει μια κατάσταση αρκετά διαφορετική και ως έναν βαθμό
«ανοίκεια» στους κατοίκους που ήδη ζουν στη Δραπετσώνα. Αυτή η
παρατήρηση σε σχέση με την τοποθέτηση «φιλέτων» αμιγούς κατοικίας δίπλα
στη θάλασσα ισχύει και για τις δύο παρεμβάσεις, είναι ωστόσο περισσότερο
εμφανής σε αυτήν του γραφείου Παπαγιάννη που και στο σύνολο της
παρέμβασης την επιλέγει σε μεγαλύτερο βαθμό. Είναι μια κίνηση που
συνεπάγεται μεγάλες ίσως κοινωνικές διαφοροποιήσεις, αφού κατά κύριο
λόγο δε θα απευθύνεται στα κοινωνικά στρώματα που συνθέτουν πληθυσμιακά
τη Δραπετσώνα, πολύ περισσότερο το Κερατσίνι και γειτονιές όπως το
Πέραμα.
Οι μέσοι συντελεστές δόμησης (bruto) συγκλίνουν, αλλά επίσης δεν
ταυτίζονται. Η μελέτη Κλουτσινιώτη-Μεσαρέ έχοντας ως αφετηρία τον
ΜΣΔ=0,40 καταλήγει για τη διαφύλαξη της επιθυμητής αστικής πυκνότητας
στο 0,51 χωρίς να υπερβαίνει το 0,60 που είχε θέσει ως μέγιστο όριο στη
χωροταξική μελέτη. Η μελέτη Παπαγιάννη εφαρμόζει απευθείας το μέγιστο
0,60 και παρόλο που δεν έχουμε αναλυτικές πηγές για κάθε οικοδομικό
τετράγωνο φαίνεται να έχει μεγαλύτερες διακυμάνσεις στις επί μέρους
ενότητες που εν τέλει συνθέτουν το μέσο όρο, διαχωρίζοντας ακόμη πιο
αισθητά τους χώρους κέντρου και κατοικίας. Σε γενικές γραμμές οι χρήσεις
αυτής μελέτης είναι περισσότερο διαχωρισμένες σε ζώνες. Η μελέτη
Κλουτσινιώτη – Μεσαρέ είναι λιγότερο σαφής, μοιάζει να ενισχύσει
μεγαλύτερη μίξη των χρήσεων, ωστόσο αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό και
ζήτημα υλοποίησης.
Η παραπάνω συγκριτική παράθεση των δεδομένων δεν οδηγεί μονοσήμαντα
σε μια καλύτερη και μια χειρότερη λύση, ούτε άλλωστε ήταν αυτό το
ζητούμενο. Επιχειρεί μέσω ορισμένων πλευρών να αναδείξει τον τρόπο
υλοποίησης των πολεοδομικών επιλογών. Όπως και στην αρχή επισημάνθηκε οι
δύο μελέτες υιοθετούν σε γενικές γραμμές τα ίδια δεδομένα και έχουν ως
στόχο την οικονομική ανάταση αυτής της στρατηγικής περιοχής. Ωστόσο, σε
κάθε κρίση το ερώτημα είναι εν τέλει το υποκείμενο του σχεδιασμού. Τα
ερωτήματα για την ενδεχόμενη δημιουργία «μιας πόλης μέσα στην πόλη» που
θέτουν μερίδες τον κατοίκων είναι σαφώς υπαρκτά. Με όλες τις παραδοχές
που τέθηκαν και με μια σχετική αφαίρεση θα μπορούσαμε εν τέλει
διατυπώσουμε πως η Εθνική Τράπεζα μέσω του γραφείου Παπαγιάννη έχει
σαφώς περισσότερο επενδυτική ματιά στα πράγματα. Σε σύσκεψη της 12ης
Φεβρουαρίου 2007 με βάση το άρθρο της Χ. Τζαναβάρα (2007) ο διοικητής
της Εθνικής τράπεζας συντάσσεται με τις δηλώσεις του υπουργού ναυτιλίας
για τη «φιλοδοξία να γίνει [η περιοχή] πρότυπο ναυτιλιακό κέντρο». Η
μελέτη των Κλουτσινιώτη και Μεσαρέ επιχειρεί μια περισσότερο ήπια
προσέγγιση λαμβάνοντας υπόψιν σε μεγαλύτερο βαθμό τις κοινωνικές και τις
περιβαλλοντικές συνέπειες.
Ο «εντυπωσιακός» σχεδιασμός της μελέτης Παπαγιάννη ακολουθεί μια
διεθνή τάση για τις αναπλάσεις σε πρώην βιομηχανικές περιοχές. Αυτή η
λογική του αγώνα των πόλεων για την προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων
ως βασικό δείκτη της οικονομικής ανάπτυξης δίνει και στη σύγχρονη
«επώνυμη» αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό έναν αναβαθμισμένο ρόλο. Τα
αποτελέσματα αυτού του σχεδιασμού, με εμβληματικό παράδειγμα τους
πύργους που αναδύονται σε πολλές πόλεις του πλανήτη, έχουν μεταξύ άλλων
το χαρακτήρα του τοπόσημου, του έργου γοήτρου και προβολής για πάσα
χρήση. Αυτός, βέβαια, ο «ευρωπαϊκός αέρας» φέρει μαζί του και
«ευρωπαϊκά» ζητήματα που έως τώρα δε χαρακτήρισαν για ιστορικούς κυρίως
λόγους την ελληνική πόλη και κοινωνία. Ένα τέτοιο αστικό «φαινόμενο» που
εμφανίζεται στο σύνολο σχεδόν των αναπλάσεων είναι αυτό της σταδιακής
απομάκρυνσης του ντόπιου πληθυσμού (gentrification ή εξευγενισμός)
και της εγκατάστασης ανώτερων εισοδηματικά τάξεων σε αυτές. Αυτή η
διαδικασία προκύπτει κυρίαρχα λόγω της αύξησης στην αξία της γης. Οι
ντόπιοι συνήθως αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις νέες τιμές και αναζητούν
τη μεταφορά σε διαφορετικά τμήματα της πόλης.
Επίσης κομβικό ζήτημα είναι ο δημόσιος χώρος που παράγεται. Οι
σφαίρες του δημόσιου και του ιδιωτικού, πολύ δε περισσότερο το μοίρασμα
ανάμεσά τους είναι ό,τι εν πολλοίς χαρακτηρίζει τον αστικό τρόπο ζωής.
(βλ. και Siebel, 2003 σελ. 87-97). Η επέκταση των ιδιωτικοποιημένων
χώρων, αλλά και των λειτουργιών του δημόσιου χώρου θολώνουν αυτήν
ακριβώς τη διάκριση. Μέσω αυτής της διαδικασίας, αλλά και με την
αναβάθμιση του ρόλου της «ασφάλειας» που ενισχύει τη διάκριση ασφαλούς
και επικίνδυνου χώρου ως βασική, τροποποιείται η κοινωνική δομή της
πόλης.
Τα ανώτερα και μεσαία στρώματα θα μπορούσε κανείς σε μια ακραία
διατύπωση να πει πως αυτονομούνται σταδιακά σε μια δικιά τους σφαίρα
ιδιωτικοποιημένων δημόσιων και ημιδημόσιων χώρων. Τέτοιοι είναι οι gated
communities όπου ιδιωτικοποιείται και ο ημιδημόσιος χώρος ως η μετάβαση
από την κατοικία, στη γειτονιά και τελικά στην πόλη. Τέτοιοι χώροι
είναι πολύ περισσότερο τα τεράστιας κλίμακας εμπορικά κέντρα και κέντρα
αναψυχής. Κι όταν ακόμη αυτή η διάκριση δεν είναι τόσο κραυγαλέα έχουμε
τη δημιουργία ελεγχόμενων δημόσιων ζωνών όπου τάχα εμφανίζονται και οι
πιο σκοτεινές πλευρές του άστεως ως πρόσχημα για την ποικιλομορφία.
Αυτά
τα ερωτήματα είναι ανοικτά και για την περιοχή της Δραπετσώνας και η
απάντησή τους μέσω του σχεδιασμού αποκτά πολύ κομβική σημασία. Ακόμη, το
περιβαλλοντικό ζήτημα, ειδικά και μετά τις τεράστιας κλίμακας φυσικές
καταστροφές των πυρκαγιών του καλοκαιριού τίθεται όλο και πιο
επιτακτικά. Οι μαλακές επιφάνειες και το πράσινο σε κλίμακα αστικού
δάσους είναι κεντρικό ζητούμενο για την πόλη της Αθήνας και ειδικά για
τις Δυτικές συνοικίες. Η Δραπετσώνα είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα
όπου το οικολογικό πρόβλημα τίθεται στην ουσιαστική του βάση, ως
σύγκρουση ανάμεσα στις ανάγκες του κεφαλαίου και του κέρδους και τις
ανάγκες για πραγματικά βιώσιμες πόλεις.
Τα οικονομικά οφέλη από την εκμετάλλευση της περιοχής είναι τεράστια και παίρνοντας ως δεδομένη την πραγματικότητα της αγοράς μοιάζει και αίτημα αδύνατο τέτοιες περιοχές-φιλέτα να γίνουν κάτι άλλο εκτός από εκμεταλλεύσιμες μέσω των χρήσεων που επιλέγονται. Δεν είναι εύκολο να προτείνει κανείς ένα πάρκο που θα είναι και βιώσιμο οικονομικά και ζωντανό λειτουργικά και «ασφαλές» εντός ή εκτός εισαγωγικών, ωστόσο πολλές είναι οι φορές που αυτό δεν είναι καν ζητούμενο. Ακόμη και αν η περιοχή που εδώ εξετάζουμε δεν είναι η πιο κατάλληλη για χώρος πρασίνου, πρέπει σίγουρα επιτέλους να βρεθεί κάπου μια κατάλληλη θέση, ειδάλλως η ιδέα της «βιωσιμότητας» θα είναι πάντα μια καλογραμμένη εισαγωγή ή ένας γλαφυρός επίλογος των κειμένων για τις επόμενες γενιές όταν θα έχουν τελικά «επιβιώσει» μόνο οι επενδύσεις και οι επενδυτές τους.
Τα οικονομικά οφέλη από την εκμετάλλευση της περιοχής είναι τεράστια και παίρνοντας ως δεδομένη την πραγματικότητα της αγοράς μοιάζει και αίτημα αδύνατο τέτοιες περιοχές-φιλέτα να γίνουν κάτι άλλο εκτός από εκμεταλλεύσιμες μέσω των χρήσεων που επιλέγονται. Δεν είναι εύκολο να προτείνει κανείς ένα πάρκο που θα είναι και βιώσιμο οικονομικά και ζωντανό λειτουργικά και «ασφαλές» εντός ή εκτός εισαγωγικών, ωστόσο πολλές είναι οι φορές που αυτό δεν είναι καν ζητούμενο. Ακόμη και αν η περιοχή που εδώ εξετάζουμε δεν είναι η πιο κατάλληλη για χώρος πρασίνου, πρέπει σίγουρα επιτέλους να βρεθεί κάπου μια κατάλληλη θέση, ειδάλλως η ιδέα της «βιωσιμότητας» θα είναι πάντα μια καλογραμμένη εισαγωγή ή ένας γλαφυρός επίλογος των κειμένων για τις επόμενες γενιές όταν θα έχουν τελικά «επιβιώσει» μόνο οι επενδύσεις και οι επενδυτές τους.
-
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ
Η κοινωνική συνεύρεση, η επαφή με στοιχεία πολιτισμού, οποιαδήποτε
αθλητική δραστηριότητα, οι καθημερινότητες στην πόλη τείνουν να μπορούν
να πραγματώνονται μόνο με τη διαμεσολάβηση της αγοράς. O χώρος, πέρα από
αυτό που προσλαμβάνουμε ως δομημένο χώρο, είναι ο τόπος των ανθρώπινων
δραστηριοτήτων, που λειτουργεί σε αλληλεπίδραση με την ανθρώπινη
κοινωνία και επομένως είναι κοινωνικός χώρος. Ο κοινωνικός χώρος είναι
πεδίο δράσης, ζωής, καθώς και παρουσίας λειτουργιών, δραστηριοτήτων
και εκδηλώσεων των κατοίκων του και περιλαμβάνει τις σχέσεις μεταξύ των
κοινωνικών τάξεων και ομάδων, τους διάφορους θεσμούς, τις αντιλήψεις,
τις πολιτιστικές αξίες.
Η εικόνα του δομημένου χώρου δεν περιορίζεται στην εξωτερική όψη του, αλλά είναι ταυτόχρονα και η εικόνα του κοινωνικού χώρου. Οι δύο εικόνες γίνονται αντιληπτές, ως μία εικόνα περιβάλλοντος χώρου,
που προκύπτει από τη διαρκή αλληλοπροβολή τους, καθορίζεται από τους
υλικούς όρους ζωής των κατοίκων, το επίπεδο παραγωγής, το βαθμό της
οικονομικής ανάπτυξης και συμμετέχει δυναμικά στη διαμόρφωση της
καθημερινότητας, προκαλώντας ή αποκλείοντας σκέψεις, δράσεις,
συναισθήματα, ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές.
Έτσι ο χώρος, όπως και η πόλη και το περιβάλλον δεν είναι ένα
ουδέτερο έδαφος. Είναι αντίθετα κοινωνικά προσδιορισμένες έννοιες, καθώς
αποκτούν διαφορετικό χαρακτήρα ανάλογα με το κοινωνικό σύστημα στο
οποίο αναφερόμαστε και τις διάφορες φάσεις του. Διαμορφώνονται δηλαδή σε
συνάρτηση με τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και την πάλη των
τάξεων. Αποτελούν την ειδική «τοπική» μορφή έκφρασης των συνολικών
κοινωνικο-πολιτικών αντιθέσεων, μια ειδική αποκρυστάλλωση των κοινωνικών
και πολιτικών συσχετισμών.
Ο αλλαγές που συμβαίνουν στους ελεύθερους δημόσιους χώρους αποτελούν
με ειδικό τρόπο αντανάκλαση των νέων εργασιακών σχέσεων και των
συνεπακόλουθων μορφών οργάνωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Σχετίζονται με τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, την παράταση του
εργάσιμου χρόνου και τη μείωση του ελεύθερου χρόνου. Διαμορφώνονται με
τρόπο κατάλληλο να το υπηρετούν και ταυτόχρονα με τη σειρά τους
καθορίζουν με υλικούς και ιδεολογικούς όρους τη σταθεροποίηση του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Σε αυτά τα πλαίσια η μεταλλαγή του κοινωνικού χώρου της
Δραπετσώνας έχει ήδη αρχίσει να συντελείται με βάση καταρχήν την αλλαγή
του καθεστώτος εργασίας. Σήμερα ήδη απέχει από την παραγκούπολη και την
γειτονιά του βιομηχανικού προλεταριάτου. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν
διαγράφονται από τη συλλογική και την ιστορική μνήμη (βλ. και ενότητα
2), όμως ο μετασχηματισμός τους συντελείται εδώ και δεκαετίες και
δυστυχώς η ευτυχώς μια νέα κοινωνική συνοχή κτίζεται μέσα από την
ενσωμάτωση που «προσφέρουν» οι δυνάμεις της αγοράς.
Σε σχέση με το ζήτημα της ανάπλασης έχουν κινητοποιηθεί και
σημαντικές μερίδες πολιτών τόσο της Δραπετσώνας όσο και του Πειραιά
ευρύτερα.
Το Μάρτιο του 2001 η «επιτροπή πολιτών για την ανάπλαση στη
Δραπετσώνα» είχε διατυπώσει το προβληματισμό της για το μέλλον της
περιοχής και είχε διατυπώσει 6 θέσεις για την ανάπλαση. Αυτές εν
περιλήψει υποστήριζαν πως το όλο εγχείρημα πρέπει να υπαχθεί στους
νόμους 1337/1983 και 2508/1997, πως ο ΣΔ πρέπει να είναι 0,8, πως η
ανάπλαση θα πρέπει να στηρίζεται στον πολιτισμό-αθλητισμό, την αναψυχή
και την κατοικία και οι επιχειρηματικές χρήσεις να είναι μη οχλούσες,
πως η παράκτια ζώνη πρέπει να περάσει στα χέρια του Δήμου, να
διαμορφωθεί σε χώρο περιπάτου με απρόσκοπτη πρόσβαση, να μην επιτραπεί η
δημιουργία μαρίνας και να προστατευτεί η φυσικότητα του θαλάσσιου
μετώπου, 1000 στρ. να διαθέτουν για ενιαίο χώρο πρασίνου και, τέλος, πως
πρέπει να διατηρηθούν τα ιστορικά βιομηχανικά κτήρια με αρχιτεκτονική
αξία (βλ. και παράρτημα).
Το
Μάιο του 2007 συγκροτήθηκε η «πρωτοβουλία Αγώνα για ενιαίο Άλσος», η
οποία σε έναν σαφώς πιο ριζοσπαστικό τόνο επιχειρεί να αντιπαρατεθεί εκ
βάθρων με την ανάπλαση και όχι να διορθώσει πλευρές της. Τον τελευταίο
καιρό ειδικά και μετά τις μεγάλες πυρκαγιές οι απόψεις της κερδίζουν
έδαφος στον κόσμο της περιοχής μετατοπίζοντας και παλιότερες απόψεις
πολιτιστικών συλλόγων ή δημοτικών παρατάξεων. Στοιχεία από τις θέσεις
της είναι τα παρακάτω:
«Ένα γκέτο πλουσίων μέσα στην πόλη των φτωχών όπου το πράσινο θα
χρησιμεύσει για να ανεβάσει την υπεραξία των κατοικιών και των γραφείων
και έτσι να γίνουν ελκυστικές την αγορά τους για να κερδοσκοπήσουν οι
επενδυτές»
«Η διεθνής εμπειρία από αντίστοιχα προγράμματα αναπλάσεων σε
πρώην βιομηχανικές και λιμενικές περιοχές (παραλία Βαρκελώνης, Docklands
και Stratford κ.ά.) δείχνουν ότι οι αναπλάσεις αυτές φέρνουν μεγάλα
κέρδη στις εταιρείες που τα υλοποιούν και γενικότερα στο κεφάλαιο που τα
χρησιμοποιεί. Οι κάτοικοι όμως, των περιοχών αυτών, οδηγούνται σε βίαιη
εκτόπιση καθώς δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος ζωής
που διαμορφώνουν οι νέοι κάτοικοι. Η «ανάπτυξη» του τόπου σημαίνει
περισσότερα κέρδη για τους
κατέχοντες και εκτόπιση των αδυνάτων».
κατέχοντες και εκτόπιση των αδυνάτων».
Σημεία
των διεκδικήσεών τους είναι: α) Ενιαίο άλσος για καλύτερη ποιότητα ζωής
των σημερινών κατοίκων της Δραπετσώνας και της ευρύτερης περιοχής του
Πειραιά, β) Όχι στην οικοπεδοποίηση, καμιά επιχειρηματική αξιοποίηση
στην περιοχή των Λιπασμάτων γ) Όχι σε μια νέα απομονωμένη πόλη για νέους
κατοίκους υψηλού εισοδήματος δ) Ναι στην ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα.
Χρήση της παραλιακής ζώνης από τους κατοίκους και όχι από τον ΟΛΠ ε)
Ναι στο σεβασμό στους κατοίκους και στην ιστορία των εργατικών
γειτονιών. (πηγή: Athens.indymedia.org: αναζήτηση με το όνομα της
πρωτοβουλίας).
Η πρόταση της πρωτοβουλίας
«Το όφελος της δημιουργίας άλσους για
τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, είναι καίριο και
επιτακτικό, ειδικά τώρα που η άνοδος της θερμοκρασίας από το φαινόμενο
του θερμοκηπίου είναι αισθητή και δεν μπο-ρεί να κρυφτεί από τους
πολιτικούς και τους πάσης φύσεως αναπτυξιολόγους – αναπλαστές.
Ειδικότερα σήμερα, μετά τον εμπρησμό και την καταστροφή του Δρυμού της
Πάρνηθας, που αποτελούσε έναν από τους συμπαγείς πνεύμονες του
λεκανοπεδίου, η ανάγκη για πράσινο στην πόλη, γίνεται ακόμη πιο
επιτακτική.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως:
Στα
αστικά κέντρα οι χώροι πράσινου λειτουργούν ως «αντιθερμική νησίδα» και
συμβάλλουν τα μέγιστα στη διαμόρφωση συνθηκών περιβάλλοντος. Τα
στοιχεία του μικροκλίματος των αστικών κέντρων που επηρεάζονται ευνοϊκά
από την ύπαρξη άλσους, είναι:
- Η ελάττωση της θερμοκρασίας το καλοκαίρι και η αύξησή της το χειμώνα.
- Η μείωση της σκόνης στην ατμόσφαιρα, λόγω του φιλτραρίσματος του αέρα μέσα από τα δέντρα.
- Η συγκράτηση της ηλιακής ακτινοβολίας κατά 87% το καλοκαίρι.
- Ο ιονισμός του αέρα και ο καθαρισμός του από ρύπους και βακτήρια.
- Η παραγωγή οξυγόνου.
- Η μείωση της ηχορύπανσης.
- Η θετική επίδραση στη ψυχοσωματική υγεία, αφού το άλσος προσφέρε-ται για ξεκούραση, περίπατο και ηρεμία.
- Η συμβολή του στη δημιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος για την κα-τοικία πουλιών και ζώων».
-
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο αντίλογος της πρωτοβουλίας των κατοίκων μας φέρνει μπροστά στα
ερωτήματα για το περιβάλλον, όπως αυτά έχουν ανακύψει ως κεντρικά της
εποχής του 21ου αιώνα. Η έννοιες της αειφορίας και της
αειφόρου ανάπτυξης προβάλλουν ως τρίτος δρόμος σε ένα δίλημμα το όποίο
στον αντίποδα της «τυφλής εμπιστοσύνης» στην επιστήμη και την
ανάπτυξη τέθηκε αποφασιστικά: «Ανάπτυξη ή Περιβάλλον». Παρά το γεγονός
ότι οι έννοιες αυτές εισήχθηκαν, λοιπόν, με μια έμφαση στην οικολογία,
έχουν προσεγγίσει μια ολοκληρωμένη θεώρηση όχι μόνο για τις
περιβαλλοντικές, αλλά και για τις οικονομικές και κοινωνικές
παραμέτρους.
Τα ζητήματα που τίθενται από αυτήν την έννοια είναι πολύ ευρύτερα από
μια ρηχή οικολογική θεώρηση. Από τη φιλοσοφία και την περιβαλλοντική
ηθική με βάση τα οποία η «πρόοδος του ανθρώπου» δεν μπορεί να βασίζεται
στην υποβάθμιση και την καταστροφή του περιβάλλοντός του, η έννοια της
αειφόρου ανάπτυξης επιχειρεί την εξεύρεση μιας εναλλακτικής λύσης για
την ένταξη της ανάπτυξης στα όρια της φύσης. Σε αυτήν την πρόταση
αποδίδονται χαρακτηριστικά πολιτικής πρότασης. Στο δίπολο κράτους και
αγοράς, νεοφιλελευθερισμού ή κρατικής παρεμβατισμού, μια νέα συνθετική
απάντηση προβάλλει ως αίτημα των καιρών. Η ανάπτυξη της υπαίθρου και η
διασυνοριακή συνεργασία, η «πράσινη διπλωματία» και η υδροδιπλωματία, ο
επαναπροσδιορισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων και η υιοθέτηση της
αρχής εξοικονόμησης φυσικών πόρων και ενέργειας εντάσσονται σε αυτά τα
πλαίσια.
Το αν θα μπορέσει αυτή η πρόταση να οδηγήσει τελικά στην επίτευξη των
στόχων που ευαγγελίζεται είναι ένα ερώτημα. Τα όρια είναι ελαστικά και
δισδιάκριτα όταν πρόκειται για την υλοποίηση αυτών των στοχεύσεων. Η
αδηφαγία είναι μια συνήθεια που δύσκολα περιορίζεται και συνήθως η
περιβαλλοντικά ορθή επιλογή έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του
κεφαλαίου στην εκάστοτε περιοχή. Το αν η οικονομική ανάπτυξη συμβαδίζει
με τη μη καταστροφή του περιβάλλοντος δεν είναι ζήτημα αυταπόδεικτο.
Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε πιο σίγουροι είναι πως οι άνθρωποι
της γης μπορούν να ζουν ευημερώντας και ισότιμα με βάση αυτά που
παράγουν και ο πλανήτης τους προσφέρει. Είδατε ανθρώπους κατά τη
διάρκεια του καύσωνα να κολυμπούν μπροστά στην προβλήτα φορτοεκφόρτωσης
τσιμέντου της ΑΓΕΤ και δίπλα στις πετρελαιοδεξαμενές της BP στη
Δραπετσώνα; Εμείς θα λέγαμε πως το μέλλον του πλανήτη είναι δική τους
υπόθεση, είναι δική μας υπόθεση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βαϊου Ντ., Μαντουβάλου Μ. & Μαυρίδου Μ. (χ.χ.έ), Κοινωνικές δυναμικές και ανάπτυξη του αστικού χώρου Αναγνώσεις στην ελληνική πολεοδομία, Αθήνα: ΕΜΠ
- Βαϊου Ντ. & Χατζημιχάλης Κ. (1990), στο Γεωργούλης Δ. επιμ. (1995), Κείμενα στη θεωρία και στην εφαρμογή του πολεοδομικού και του χωροταξικού σχεδιασμού, Αθήνα: Παπαζήση
- Γοσπονδίνη Α. & Μπεριάτος Η. επιμ. (2006), Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Αθήνα: Κριτική
- Καζάκος, Π. (Ανατύπωση 2006), Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, Αθήνα: Πατάκη
- Castells M. (1983), «The city and the grassroots», London: Edward Arnold Ltd
- Κανελλοπούλου Δ. και Τσάδαρη Σ. (2006), Προβληματική των αναπλάσεων στις σύγχρονες ευρωπαϊκές μητροπόλεις -Το παράδειγμα των Docklands στον Τάμεση και της Rive Gauche στο Σηκουάνα, Αθήνα: χωρίς εκδότη, εργασία για το μάθημα της διάλεξης του ΕΜΠ
- Κλουτσινιώτη Ο. & Μεσαρέ Σ.Σ. (2006α), Χωροταξική – πολεοδομική μελέτη ανάπλασης της βιομηχανικής περιοχής στα όρια του Δήμου Δραπετσώνας, στοιχεία για την τροποποίηση του ΓΠΣ, πρώτη έκθεση, έκδοση του Δήμου Δραπετσώνας, Αθήνα
- Κλουτσινιώτη Ο. & Μεσαρέ Σ.Σ. (2006β), Χωροταξική – πολεοδομική μελέτη ανάπλασης της βιομηχανικής περιοχής στα όρια του Δήμου Δραπετσώνας, Τεύχος 1, Χωροταξική Μελέτη – Πολεοδομική Προμελέτη, έκδοση του Δήμου Δραπετσώνας, Αθήνα
- Λέφας Π., Siebel W. & Binde J. (2003), Αύριο, οι πόλεις, Αθήνα: Πλέθρον
- Lefebvre H. (1977), Δικαίωμα στην πόλη, Αθήνα: Παπαζήση
- Lefebvre H. (2005), The production of space, Oxford: Blackwell
- Λιάλιος Γ. (2006) «Στη Δραπετσώνα πια θα έχουμε ζωή», http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_1197850_03/09/2006_196238, τελευταία επίσκεψη: 28/02/2008
- Μαντουβάλου Μ. (1995), «Αστική γαιοπρόσοδος, τιμές γης και διαδικασίες ανάπτυξης του αστικού χώρου ΙΙ. Προβληματική για την ανάλυση του χώρου στην Ελλάδα», στο Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα: ΕΚΚΕ σ. 53-80
- Μπελαβίλας Ν. & Αγριαντώνη Χ. επιμ.(χ.χ.έ), Ιστορικός Βιομηχανικός Εξοπλισμός στην Ελλάδα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα
- Νομαρχία Πειραιά (2005), Πρόταση επιχειρησιακού σχεδίου ανάπτυξης νομαρχίας Πειραιά-μέρος Α: ανάλυση υφιστάμενης κατάστασης, Πειραιάς: χ.ε.
- ΟΡΣΑ (1996), «Μελέτη τροποποίησης των ΓΠΣ Δραπετσώνας – Κερατσινίου ως προς την παραλιακή λιμενοβιομηχανική ζώνη», έκδοση του ΟΡΣΑ, Αθήνα
- ΟΡΣΑ (2004), «Πρόγραμμα Ανάπλασης Λιμενοβιομηχανικής Ζώνης Δραπετσώνας Κερατσινίου εισήγηση προς την εκτελεστική επιτροπή», έκδοση του ΟΡΣΑ, Αθήνα
- Pinol J.L. & Walter F. (2007), «Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη», Αθήνα: Πλέθρον
- Rossi A. (1991), «Η αρχιτεκτονική της πόλης», Θεσσαλονίκη: University Studio Press
- Τζαναβάρα Χ. (2007), «Στήνουν επιχειρηματικό κέντρο», Ελευθεροτυπία 13-02-2007, σ.16
- Tilly Ch. (2007), Κοινωνικά Κινήματα 1768-2004, Αθήνα: Σαββάλα