Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Εθισμένοι

Του Οδυσσεα Iωαννου Καθημερινή
Τα πιο βαριά ναρκωτικά είναι ο φόβος και η ελπίδα. Φοβάσαι κι ελπίζεις με αργές ή γρήγορες εναλλαγές, και κάθε φορά συντάσσεσαι με διαφορετικό πρόσημο. Κάποιοι έχουν σκαλώσει σε έναν από τους δύο εθισμούς, αδυνατούν να ελπίσουν και φοβούνται, αρνούνται να φοβηθούν κι ελπίζουν. 
Αλλη κατηγορία δεν υπάρχει. Ακόμη κι όσοι διατείνονται πως είναι ψύχραιμοι, ρεαλιστές, «γαληνεμένοι» όλο και κάποια τράκα κάνουν από τα τσιγάρα των εθισμένων. Σπάνια μπορείς να ορίσεις ακριβώς τι είναι αυτό που φοβάσαι. Να το ζωγραφίσεις δηλαδή, να παρουσιάσεις μια συγκεκριμένη μορφή ενός γεγονότος ή μίας κατάστασης. Ο φόβος δεν αντιστοιχεί στο γεγονός που έρχεται, αλλά στην απόσταση που σε χωρίζει από αυτό. Οσο μικραίνει η απόσταση, σχηματοποιείται ο δαίμονας και αρχίζει να σε τρώει. Η αναμονή είναι που σου προκαλεί τα κατάγματα, όχι η πρόσκρουση. Και βέβαια ο άγνωστος τόπος. Η καινούργια συνθήκη που σε περιέχει διαφορετικό από ό,τι έχεις συνηθίσει τον εαυτό σου. Υπάρχει πλήθος περιπτώσεων που το γεγονός ήταν πολύ «κατώτερο» των φόβων σου. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: πρώτον, απλά το είχες υπερτιμήσει. Δεύτερον, είχες υποτιμήσει τις δυνάμεις που θα αναδύονταν από έναν εαυτό που ποτέ δεν τον είχες ζήσει σε πόλεμο. Οπως και να ’χει, φτάνεις τελικά στην ώρα σου στον προκαθορισμένο τόπο και καλείσαι να μετρηθείς, να ζυγιστείς, να κάνεις τη ρήξη, αφήνοντας τον κρότο που σου αναλογεί.


Μια απλή ανάλυση στο αίμα σου μαρτυράει εύκολα πως είσαι εξαρτημένος από την ουσία που ανιχνεύεται στις ήττες, και ξεκινάς με μειονέκτημα απέναντι στο πιο οργανωμένο σύστημα που υπάρχει, την πραγματικότητα. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για την ελπίδα, με τη διαφορά πως αυτή είναι αποδεκτή στην politically correct διακονία της παρηγοριάς, που διατηρεί τους ανθρώπους ζεστούς για μια μάχη που συνήθως δεν δίνεται ποτέ.

Στην ελληνική κοινωνία σήμερα κάνουν θραύση και τα δύο. Κι ας βγαίνουν στις σφυγμομετρήσεις εξαφανισμένα τα ποσοστά της ελπίδας. Δεν γίνεται αυτό. Πάντα αναπτύσσεται ένα ισοδύναμο του φόβου. Απλά δεν μπορείς να τη διακρίνεις εύκολα ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν την ακούς, αλλά είναι εκεί και μεταφέρει οξυγόνο στα κύτταρα. Και δεν μπορείς να αντιστοιχίσεις το αίτημά της, να το συγκεκριμενοποιήσεις, είναι το ίδιο θολό και γενικό, όσο και ο φόβος. Οσο γενικό είναι το «φοβάμαι τα χειρότερα» άλλο τόσο και το «ελπίζω στα καλύτερα». Εκεί είναι που χρειάζεται ένας ριζοσπαστικός αναβαπτισμός της «καλής ζωής». Η ελπίδα, όπως και ο φόβος -ακριβώς όπως η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία- δεν έχουν να κάνουν τίποτε απολύτως με την πρόβλεψη του μέλλοντος. Ζυγίζονται καθημερινά και «εξαργυρώνονται» μόνο από το παρόν, από το τι κάνεις και όχι από τι προβλέπεις. Αισιόδοξος και άφοβος είναι ο δημιουργικός, ακόμη κι αν προβλέπει πως η δημιουργικότητά του είναι νερό σε τρύπιο πιθάρι. Απαισιόδοξος και φοβισμένος όποιος φωνάζει πως όλα θα πάνε καλά, αλλά έχει κολλήσει σε ένα παρόν - βάλτο. Ξέρω πως οι εθισμοί δεν παλεύονται εύκολα. Ορισμένοι όμως αποδεικνύονται τόσο χρήσιμοι όσο και το πόσιμο νερό. Κυρίως όσοι έχουν «ομόλογα» στο πάθος. Από το να καταρρεύσουν και τα δύο -εθισμός και πάθος- ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να ελέγξουμε τις «συναλλαγές» μας μαζί τους. Γιατί ποιος καλύπτει το κενό του φόβου και της ελπίδας όταν αυτά εξαφανίζονται; Mόνο μια πραγματικότητα που πλησιάζει σε ένα από τα δύο άκρα. Τον παράδεισο και την κόλαση. Και παραδείσους, δεν έχει ζήσει μέχρι τώρα η ανθρωπότητα.