Τα στοιχεία που έρχονται διαρκώς στη δημοσιότητα επιβεβαιώνουν ότι η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε μια ύφεση που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή της δεκαετίας του 1930
«Ο Απρίλης είναι ο πιο σκληρός μήνας». Ο πρώτος στίχος από την «Έρημη Χώρα» του Τ.Σ. Έλιοτ, ένα από τα πιο διάσημα ποιήματα του 20ου αιώνα, αποκτά μια νέα σημασία στην παγκόσμια οικονομία. Σε όλες σχεδόν τις χώρες ο Απρίλιος του 2020 είναι ένας από τους χειρότερους μήνες στην οικονομία εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 11.2% τον Απρίλιο, ακολουθώντας μια μείωση 4,5% τον προηγούμενο μήνα. Ήταν η μεγαλύτερη μηνιαία υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής από το 1919. Οι λιανικές πωλήσεις υποχώρησαν κατά 16,4% τον Απρίλιο, η μεγαλύτερη μείωση από το 1992 που άρχισαν να κάνουν τη σχετική μέτρηση και ήταν μεγαλύτερη από τη μείωση 8,7% που καταγράφηκε τον Μάρτιο. Σε ορισμένες κατηγορίες καταστημάτων όπως αυτά που αφορούν την ένδυση η μείωση έφτασε ακόμη και το 90% καθώς ήταν κατεξοχήν καταστήματα που έκλεισαν εξαιτίας των απαγορεύσεων. Μια τέτοια μείωση των λιανικών πωλήσεων θα μπορούσε να σημαίνει μείωση έως και 6% στο ονομαστικό ΑΕΠ.Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μια έκρηξη ανεργίας. Το προηγούμενο δίμηνο έχασαν τη δουλειά τους 33 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 10% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ. Ο επίσημος δείκτης ανεργίας εκτινάχτηκε από το 4,4% στο 14,7%, με τους αναλυτές να συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το πραγματικό ποσοστό ανεργίας είναι πολύ μεγαλύτερο. Σε κάθε περίπτωση τόσο υψηλό ποσοστό ανεργίας έχει να καταγραφεί από τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, όταν το ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο του 1932 έφτασε έως και το 25,5% και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι όσο θα περνάει ο καιρός και θα βαθαίνει η κρίση είναι πιθανό να μιλάμε για τέτοια ποσοστά.
Η ευρωπαϊκή οικονομία σε τροχιά συρρίκνωσης
Όμως, δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ, ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία από την Ευρώπη.
«Ο Απρίλης είναι ο πιο σκληρός μήνας». Ο πρώτος στίχος από την «Έρημη Χώρα» του Τ.Σ. Έλιοτ, ένα από τα πιο διάσημα ποιήματα του 20ου αιώνα, αποκτά μια νέα σημασία στην παγκόσμια οικονομία. Σε όλες σχεδόν τις χώρες ο Απρίλιος του 2020 είναι ένας από τους χειρότερους μήνες στην οικονομία εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 11.2% τον Απρίλιο, ακολουθώντας μια μείωση 4,5% τον προηγούμενο μήνα. Ήταν η μεγαλύτερη μηνιαία υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής από το 1919. Οι λιανικές πωλήσεις υποχώρησαν κατά 16,4% τον Απρίλιο, η μεγαλύτερη μείωση από το 1992 που άρχισαν να κάνουν τη σχετική μέτρηση και ήταν μεγαλύτερη από τη μείωση 8,7% που καταγράφηκε τον Μάρτιο. Σε ορισμένες κατηγορίες καταστημάτων όπως αυτά που αφορούν την ένδυση η μείωση έφτασε ακόμη και το 90% καθώς ήταν κατεξοχήν καταστήματα που έκλεισαν εξαιτίας των απαγορεύσεων. Μια τέτοια μείωση των λιανικών πωλήσεων θα μπορούσε να σημαίνει μείωση έως και 6% στο ονομαστικό ΑΕΠ.Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μια έκρηξη ανεργίας. Το προηγούμενο δίμηνο έχασαν τη δουλειά τους 33 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 10% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ. Ο επίσημος δείκτης ανεργίας εκτινάχτηκε από το 4,4% στο 14,7%, με τους αναλυτές να συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το πραγματικό ποσοστό ανεργίας είναι πολύ μεγαλύτερο. Σε κάθε περίπτωση τόσο υψηλό ποσοστό ανεργίας έχει να καταγραφεί από τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, όταν το ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο του 1932 έφτασε έως και το 25,5% και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι όσο θα περνάει ο καιρός και θα βαθαίνει η κρίση είναι πιθανό να μιλάμε για τέτοια ποσοστά.
Η ευρωπαϊκή οικονομία σε τροχιά συρρίκνωσης
Όμως, δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ, ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία από την Ευρώπη.
Η Eurostat ανακοίνωσε την εκτίμηση της για το ΑΕΠ και την απασχόληση στην ΕΕ στο πρώτο τρίμηνο του 2020: η εκτίμηση είναι για ύφεση 3,8% στην Ευρωζώνη και 3,3% για την ΕΕ συνολικά σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Είναι η μεγαλύτερη ύφεση από το τρίτο τρίμηνο του 2009 όταν είχαμε ύφεση 4,5% στην Ευρωζώνη και 4,4% συνολικά στην Ευρώπη. Μόνο που τώρα μιλάμε για ένα τρίμηνο κατά το οποίο μόνο ο Μάρτιος εντάσσεται στα περιοριστικά μέτρα. Γι’ αυτόν τον λόγο και αρμόδιος επίτροπός Πάολο Τζεντιλόνι μιλώντας μετά το Eurogroup της 15ης Μαΐου έκανε σαφές ότι η ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 θα είναι ακόμη μεγαλύτερη, δεδομένου του χωρίς προηγούμενο «παγώματος» μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας. Υπάρχουν εκτιμήσεις ακόμη και για διψήφιο ποσοστό.
Αντίστοιχα η Eurostat ήδη εντόπισε την πρώτη υποχώρηση της απασχόλησης στην ΕΕ που μπορεί να ακούγεται μικρή στο 0,2% αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αφορά το πρώτο τρίμηνο ενώ έχει σημασία ότι οι περισσότερες χώρες εφάρμοσαν μέτρα που έστω και προσωρινά έδιναν τη δυνατότητα αλλαγής ή αναστολής συμβάσεων αντί για απολύσεις. Ωστόσο, όλες οι ενδείξεις είναι για μια σημαντική αύξηση και της ανεργίας στην Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή ανακοινώθηκαν τα στοιχεία και για τη Γερμανία όπου καταγράφεται στο πρώτο τρίμηνο του 2020 ύφεση 2,2%, η μεγαλύτερη από το 2009 όταν η χώρα δεχόταν το σοκ της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Στο βαθμό που τα αναθεωρημένα στοιχεία αναφέρουν και ύφεση 0,1% στο τελευταίο τρίμηνο του 2019, η γερμανική οικονομία πληροί τον τυπικό ορισμό της ύφεσης. Ούτως ή άλλως, και εδώ αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, όταν ξεδιπλώθηκαν πλήρως τα περιοριστικά μέτρα και εφαρμόστηκε το lockdown. Η Γερμανία πάντως εξακολουθεί να ελπίζει ότι θα έχει συγκριτικά μικρότερη ύφεση, κυρίως γιατί έχει μικρότερη εξάρτηση από τον τουρισμό σε σχέση με άλλες χώρες, όμως δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε ότι θα δεχτεί πλήγματα και από τη γενικότερη υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για τη Γαλλία που κατέγραψε για το πρώτο τρίμηνο του 2020 ύφεση 5,8% ή την Ιταλία που είχε ύφεση 4,7%.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η καταγραμμένη ύφεση στο πρώτο τρίμηνο του 2020 στην Κίνα, που άλλωστε σε εκείνη την περίοδο ήταν μέσα στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Η ύφεση εκεί έφτασε το 6.8%, η μεγαλύτερη υποχώρηση από τη δεκαετία του 1970. Η Κίνα ελπίζει να ηγηθεί της παγκόσμιας ανάκαμψης, όμως έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των διαρκών έστω και περιορισμένων μικρών αναζωπυρώσεων της πανδημίας και βέβαια την ίδια της την εξάρτηση από τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας, παρά το βάθος της εσωτερικής της ζήτησης.
Το εξωτερικό σοκ και οι δομικές παράμετροι
Οι περισσότερες εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών προσπαθούν να διαμορφώσουν την αισιόδοξη εικόνα μιας οικονομικής κρίσης που κυρίως είναι αποτέλεσμα ενός εξωτερικού σοκ, ως αποτέλεσμα της πανδημίας και των μέτρων. Σε μια τέτοια εκτίμηση, το τέλος της πανδημίας και η επιστροφή στην κανονικότητα θα οδηγήσουν εκ νέου σε οικονομική ανάπτυξη και κάλυψη του χαμένου εδάφους.
Όμως, αυτή η αισιοδοξία παραβλέπει δύο βασικές παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι μια τόσο μεγάλη ύφεση, ακόμη και εάν τη θεωρήσουμε εξωγενή, στο παράγει αποτελέσματα που οδηγούν σε αρνητική ανατροφοδότηση. Για παράδειγμα: εάν υπάρξουν επιχειρήσεις που θα κλείσουν και δεν θα μπορέσουν να ανοίξουν ξανά, αυτό θα συνεχίσει να ενισχύει και υφεσιακές δυναμικές και υψηλή ανεργία ακόμη και μετά την ύφεση. Ούτε είναι βέβαιο ότι δεν θα αλλάξουν οι καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων, ότι π.χ. μπορεί να είναι πιο επιφυλακτικοί σε πρακτικές όπως τα ταξίδια ή με μεγαλύτερη ανασφάλεια. Αντίστοιχα, διάφορα επενδυτικά σχέδια που θα ακυρωθούν δεν είναι δεδομένο ότι απλώς θα μπουν ξανά μπροστά, την ώρα που αρκετά μεγάλο μέρος της οικονομίας θα βρεθεί πιθανώς φορτωμένο και με μεγαλύτερο χρέος.
Η δεύτερη παράμετρος είναι πιο δομική. Η παγκόσμια οικονομία και ιδίως οι οικονομίες του «Παγκόσμιου Βορρά» απείχαν από το να είναι την καλύτερη κατάσταση και πριν την κρίση. Η παγκόσμια οικονομία είχε ούτως ή άλλως μπει σε τροχιά ύφεσης μέσα στην επόμενη διετία και ορισμένες οικονομίες όπως η Γερμανία ήδη κατέγραφαν αρνητικούς ρυθμούς από το τέλος του 2019. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα ήταν πάλι σε τροχιά υπερδιόγκωσης με όλο τον κίνδυνο βίαιων «διορθώσεων». Το ιδιωτικό χρέος αυξανόταν ιδίως σε μια σειρά «αδύναμους κρίκους» της παγκόσμιας οικονομίας. Οι οικονομικοί ανταγωνισμοί και οι εμπορικοί πόλεμοι ήταν στην ημερήσια διάταξη προκαλώντας ευρύτερους κραδασμούς. Πάνω από όλα υπήρχε η διάχυτη αίσθηση ότι ένα ορισμένο παραγωγικό υπόδειγμα που διαμορφώθηκε την επαύριον της κρίσης του 2008 έφτανε πάλι στο όριο και το ενδεχόμενο μιας μείζονος οικονομικής κρίσης ήταν ενεργό.
Η στρατηγική αμηχανία για την επόμενη μέρα
Όλα αυτά εξηγούν και την παγκόσμια στρατηγική αμηχανία για την επόμενη μέρα, έκφραση της οποίας είναι και το άγχος για την «επανεκκίνηση» σε διάφορες χώρες, ακόμη και χωρίς εγγυήσεις ότι έχει ξεπεραστεί ο κίνδυνος.
Τα κράτη συνειδητοποιούν ότι ζούμε μια ιστορική τομή σε εξέλιξη και ταυτόχρονα αδυνατούν να κάνουν το στρατηγικό στοχασμό που απαιτεί η αναγκαία αναζήτηση ενός νέου «παραδείγματος», την ώρα που ζουν με το φόβο μεγάλων κοινωνικών εκρήξεων είτε εάν δεν φανούν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της πανδημίας είτε εάν αφήσουν να ξεδιπλωθούν πλήρως οι κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.
Γι’ αυτό το λόγο και ενώ χρησιμοποιούν στη μέγιστη κλίμακα εργαλεία ήδη διαθέσιμα, π.χ. όλα τα πακέτα στήριξης ανέργων κλπ, όταν έρχεται η ώρα να πάρουν πολιτικές αποφάσεις για τολμηρά μέτρα, αυτά κυρίως έχουν τη μορφή ρητορικών επικλήσεων π.χ. ενός νέου New Deal όχι όμως και την αντίστοιχη συγκεκριμενοποίηση των μέτρων που θα το έκαναν πράξη.
Αντίστοιχα η Eurostat ήδη εντόπισε την πρώτη υποχώρηση της απασχόλησης στην ΕΕ που μπορεί να ακούγεται μικρή στο 0,2% αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αφορά το πρώτο τρίμηνο ενώ έχει σημασία ότι οι περισσότερες χώρες εφάρμοσαν μέτρα που έστω και προσωρινά έδιναν τη δυνατότητα αλλαγής ή αναστολής συμβάσεων αντί για απολύσεις. Ωστόσο, όλες οι ενδείξεις είναι για μια σημαντική αύξηση και της ανεργίας στην Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή ανακοινώθηκαν τα στοιχεία και για τη Γερμανία όπου καταγράφεται στο πρώτο τρίμηνο του 2020 ύφεση 2,2%, η μεγαλύτερη από το 2009 όταν η χώρα δεχόταν το σοκ της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Στο βαθμό που τα αναθεωρημένα στοιχεία αναφέρουν και ύφεση 0,1% στο τελευταίο τρίμηνο του 2019, η γερμανική οικονομία πληροί τον τυπικό ορισμό της ύφεσης. Ούτως ή άλλως, και εδώ αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, όταν ξεδιπλώθηκαν πλήρως τα περιοριστικά μέτρα και εφαρμόστηκε το lockdown. Η Γερμανία πάντως εξακολουθεί να ελπίζει ότι θα έχει συγκριτικά μικρότερη ύφεση, κυρίως γιατί έχει μικρότερη εξάρτηση από τον τουρισμό σε σχέση με άλλες χώρες, όμως δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε ότι θα δεχτεί πλήγματα και από τη γενικότερη υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για τη Γαλλία που κατέγραψε για το πρώτο τρίμηνο του 2020 ύφεση 5,8% ή την Ιταλία που είχε ύφεση 4,7%.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η καταγραμμένη ύφεση στο πρώτο τρίμηνο του 2020 στην Κίνα, που άλλωστε σε εκείνη την περίοδο ήταν μέσα στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Η ύφεση εκεί έφτασε το 6.8%, η μεγαλύτερη υποχώρηση από τη δεκαετία του 1970. Η Κίνα ελπίζει να ηγηθεί της παγκόσμιας ανάκαμψης, όμως έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των διαρκών έστω και περιορισμένων μικρών αναζωπυρώσεων της πανδημίας και βέβαια την ίδια της την εξάρτηση από τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας, παρά το βάθος της εσωτερικής της ζήτησης.
Το εξωτερικό σοκ και οι δομικές παράμετροι
Οι περισσότερες εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών προσπαθούν να διαμορφώσουν την αισιόδοξη εικόνα μιας οικονομικής κρίσης που κυρίως είναι αποτέλεσμα ενός εξωτερικού σοκ, ως αποτέλεσμα της πανδημίας και των μέτρων. Σε μια τέτοια εκτίμηση, το τέλος της πανδημίας και η επιστροφή στην κανονικότητα θα οδηγήσουν εκ νέου σε οικονομική ανάπτυξη και κάλυψη του χαμένου εδάφους.
Όμως, αυτή η αισιοδοξία παραβλέπει δύο βασικές παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι μια τόσο μεγάλη ύφεση, ακόμη και εάν τη θεωρήσουμε εξωγενή, στο παράγει αποτελέσματα που οδηγούν σε αρνητική ανατροφοδότηση. Για παράδειγμα: εάν υπάρξουν επιχειρήσεις που θα κλείσουν και δεν θα μπορέσουν να ανοίξουν ξανά, αυτό θα συνεχίσει να ενισχύει και υφεσιακές δυναμικές και υψηλή ανεργία ακόμη και μετά την ύφεση. Ούτε είναι βέβαιο ότι δεν θα αλλάξουν οι καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων, ότι π.χ. μπορεί να είναι πιο επιφυλακτικοί σε πρακτικές όπως τα ταξίδια ή με μεγαλύτερη ανασφάλεια. Αντίστοιχα, διάφορα επενδυτικά σχέδια που θα ακυρωθούν δεν είναι δεδομένο ότι απλώς θα μπουν ξανά μπροστά, την ώρα που αρκετά μεγάλο μέρος της οικονομίας θα βρεθεί πιθανώς φορτωμένο και με μεγαλύτερο χρέος.
Η δεύτερη παράμετρος είναι πιο δομική. Η παγκόσμια οικονομία και ιδίως οι οικονομίες του «Παγκόσμιου Βορρά» απείχαν από το να είναι την καλύτερη κατάσταση και πριν την κρίση. Η παγκόσμια οικονομία είχε ούτως ή άλλως μπει σε τροχιά ύφεσης μέσα στην επόμενη διετία και ορισμένες οικονομίες όπως η Γερμανία ήδη κατέγραφαν αρνητικούς ρυθμούς από το τέλος του 2019. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα ήταν πάλι σε τροχιά υπερδιόγκωσης με όλο τον κίνδυνο βίαιων «διορθώσεων». Το ιδιωτικό χρέος αυξανόταν ιδίως σε μια σειρά «αδύναμους κρίκους» της παγκόσμιας οικονομίας. Οι οικονομικοί ανταγωνισμοί και οι εμπορικοί πόλεμοι ήταν στην ημερήσια διάταξη προκαλώντας ευρύτερους κραδασμούς. Πάνω από όλα υπήρχε η διάχυτη αίσθηση ότι ένα ορισμένο παραγωγικό υπόδειγμα που διαμορφώθηκε την επαύριον της κρίσης του 2008 έφτανε πάλι στο όριο και το ενδεχόμενο μιας μείζονος οικονομικής κρίσης ήταν ενεργό.
Η στρατηγική αμηχανία για την επόμενη μέρα
Όλα αυτά εξηγούν και την παγκόσμια στρατηγική αμηχανία για την επόμενη μέρα, έκφραση της οποίας είναι και το άγχος για την «επανεκκίνηση» σε διάφορες χώρες, ακόμη και χωρίς εγγυήσεις ότι έχει ξεπεραστεί ο κίνδυνος.
Τα κράτη συνειδητοποιούν ότι ζούμε μια ιστορική τομή σε εξέλιξη και ταυτόχρονα αδυνατούν να κάνουν το στρατηγικό στοχασμό που απαιτεί η αναγκαία αναζήτηση ενός νέου «παραδείγματος», την ώρα που ζουν με το φόβο μεγάλων κοινωνικών εκρήξεων είτε εάν δεν φανούν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της πανδημίας είτε εάν αφήσουν να ξεδιπλωθούν πλήρως οι κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.
Γι’ αυτό το λόγο και ενώ χρησιμοποιούν στη μέγιστη κλίμακα εργαλεία ήδη διαθέσιμα, π.χ. όλα τα πακέτα στήριξης ανέργων κλπ, όταν έρχεται η ώρα να πάρουν πολιτικές αποφάσεις για τολμηρά μέτρα, αυτά κυρίως έχουν τη μορφή ρητορικών επικλήσεων π.χ. ενός νέου New Deal όχι όμως και την αντίστοιχη συγκεκριμενοποίηση των μέτρων που θα το έκαναν πράξη.
Όταν έρχεται η ώρα των μέτρων αυτά περιορίζεται στα γνωστά πλαίσια των φοροελαφρύνσεων, των πακέτων στήριξης, των άμεσων και έμμεσων επιδοτήσεων και όχι της ανάληψης στρατηγικής πρωτοβουλίας για ένα νέο τεχνολογικό, παραγωγικό και τελικά κοινωνικό υπόδειγμα που όχι μόνο θα αντισταθμίσει τις επιπτώσεις της ύφεσης αλλά και να προετοιμάζει για επόμενες προκλήσεις όπως αυτή της επερχόμενης κλιματικής καταστροφής. πηγή