Του Νίκου Μπελαβίλα*
Κοιτώντας από ψηλά τον Πειραιά, μας είναι πια ξεκάθαρο: Η μοναδική παραγωγική νησίδα που απέμεινε από τη μεγάλη πόλη της βιομηχανίας, είναι η στενή λωρίδα γης του Περάματος. Η βιομηχανία έχει κινηθεί μαζικά από τις δεκαετίες του '80 και '90 στα δυτικά ή στα βόρεια. Στον κόλπο της Ελευσίνας ή στην Εθνική Οδό . Η αποβιομηχάνιση ολοκλήρωσε τη συρρίκνωση του δευτερογενούς δυναμικού στον Πειραιά.
Το Πέραμα κινδύνεψε από την κρίση, και πολύ πριν από αυτήν. Η πόλη πάλευε με την αποβιομηχάνιση και την υψηλή ανεργία ήδη τριάντα χρόνια.
Την μάχη αυτή, φαίνεται ότι την κερδίζει.
Εδώ δόθηκε άλλη μία μάχη και κερδήθηκε: της λαϊκής στέγης. Ήταν ο αγώνας σχεδόν μισού αιώνα προκειμένου η τελευταία παραγκούπολη της Αττικής να μετατραπεί σε πραγματική πόλη, με κτίρια και υποδομές. Βέβαια έληξε αίσια η υπόθεση των αυθαιρέτων αλλά χάθηκαν άλλα, λόγω της υπεδόμησης. Χάθηκαν το βουνό και το αξιοβίωτο αστικό τοπίο, η ανθρώπινη κλίμακα, καθώς διαχρονικά - και εδώ δεν υπάρχουν ένοχοι - όλη η τοπική κοινωνία επιδίωκε τη μέγιστη απόδοση της γης. Πολυκατοικίες λοιπόν και αντιπαροχή σε απαγορευτικές ορεινές κλίσεις που φθάνουν έως και 45%, απαράδεκτες για αστικό ιστό. Είναι μία πολεοδομική δυσμορφία, που σημαίνει ελλειμματικές συνθήκες αστικής διαβίωσης, πρόβλημα υποδομών και οδοποιίας, που θα ταλαιπωρεί το Πέραμα στο μέλλον.
Ας επιστρέψουμε στη βιομηχανία. Ως χρήση είναι συμβατή ή ασύμβατη με την πόλη;Πριν από χρόνια διακηρύσσαμε όλοι ότι η βιομηχανία δεν έχει θέση δίπλα στην οικιστική ανάπτυξη. Η εμπειρία από τις ρυπογόνες τριτοκοσμικές βιομηχανίες τις δυτικής ακτής, του Κηφισού και του Ελαιώνα, τα φουγάρα, τα δραματικά εργατικά ατυχήματα, οι εκρήξεις, η θαλάσσια ρύπανση, το βαρύ νέφος αιθαλομίιχλης του Λεκανοπεδίου, έκαναν την κοινωνία και την επιστημονική κοινότητα να ζητά την απομάκρυνση.
Αν το Πέραμα δεν ήταν τόσο φτωχό, τόσο ξεχασμένο, όπως έκλεισαν οι βιομηχανίες όλου του Πειραιά έτσι θα είχαν κλείσει και εδώ οι αντίστοιχες μονάδες. Όμως, εξ αυτού το μειονεκτήματος, το Πέραμα ξεχάστηκε και οι βιομηχανίες παρέμειναν. Ας μην ξεχνάμε ότι η χωροθέτηση των "βρώμικων" χρήσεων από την εποχή της γέννησης του πολεοδομικού δίπολου Αθήνας-Πειραιά, είχε και έχει ταξικό πρόσημο. Η ρύπανση κινείτο πάντα προς τις δυτικές συνοικίες.
Σήμερα υπάρχει αντιπαράδειγμα; Ναι!
Μετά την αποβιομηχάνιση, αναπτύχθηκε ένας άλλος προσανατολισμός, ένα άλλο πρότυπο. Η ρυπαίνουσα και η επικίνδυνη βιομηχανία δεν είναι επιθυμητή στις πόλεις. Η διατήρηση και αναβάθμιση της καθαρής βιομηχανίας είναι. Μιλάμε πλέον για εργοστάσια καινοτομίας και προχωρημένης τεχνολογίας, υψηλού περιβαλλοντικού ελέγχου, χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Είναι συμβατά με τις πόλεις και τα ναυπηγεία; Ναι και τα ναυπηγεία!
Ας μην πάμε στο Γιβραλτάρ, στη Γένοβα ή στη Βαλέτα της Μάλτας. Η τελευταία, όπως και οι άλλες δύο, μια πολιτεία μνημείο της Unesco, έχει τα μεγάλα ναυπηγεία της ανάμεσα στα μεσαιωνικά τείχη, δίπλα στους καθεδρικούς ναούς, απέναντι στα παλάτια.
Ας έρθουμε στη δική μας Ερμούπολη. Η λειτουργία του Νεωρίου συνυπάρχει με την ιστορική, την πολιτιστική και την τουριστική ταυτότητα της νεοκλασικής πόλης του Αιγαίου. Πλησιάζοντας ακόμη κοντύτερα, στην καρδιά του κεντρικού Πειραιά, θα βρούμε ένα ενεργό μικρό ναυπηγείο του 1898-1912, τις μόνιμες κτιστές δεξαμενές του ΟΛΠ. Λειτουργεί κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο της Ηετιώνειας, δίπλα στο πλωτό μουσείο "Liberty", στους τουρίστες, στην κρουαζιέρα και στην ακτοπλοΐα, στις κατοικίες της Δραπετσώνα, χωρίς να ενοχλεί - και πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί ως μια παραγωγική χρήση ταυτισμένη με την ιστορία και τη ζωή του λιμανιού. Μπορούμε να φανταστούμε το Πέραμα με τη ναυπηγική λειτουργία υπό έλεγχο; Προφανώς! Με σοβαρές επιχειρήσεις, σοβαρά μεροκάματα, με συνθήκες ασφαλείας και περιβαλλοντικού ελέγχου.
Περνάμε τώρα στα δύσκολα:
4.300 στρέμματα είναι το σύνολο του οικισμένου, του κτισμένου χώρου του Περάματος.
2.300 στρέμματα είναι η γενική κατοικία-η αστική ζώνη της πόλης.
400 στρέμματα καλύπτουν τα ναυπηγεία, το 9% της συνολικής έκτασης. Άλλα 400 στρέμματα οι εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών, επίσης το 9%.
Αν προσθέσουμε και τις προβλήτες ΟΛΠ, τα 1.000 στρέμματα στο Ικόνιο, το μέγεθος ανεβαίνει πολύ. Οι λιμενοβιομηχανικές χρήσεις καταλαμβάνουν το 40% του αστικού χώρου.
Εδώ υπάρχει ένα τεχνικό, πολεοδομικό και κυκλοφοριακό αδιέξοδο. Η πόλη είναι ιδιαίτερα συμπαγής λόγω του γεωφυσικού της υποβάθρου. Είναι περιορισμένη μεταξύ ορεινού όγκου και ακτής, σε μία ζώνη μειούμενου πλάτους. Αρχίζει από χίλια μέτρα στη δυτική άκρη και φθάνει στα μόλις πεντακόσια μέτρα στην ανατολική. Εκεί, η ανατολική στενωπός των πεντακοσίων μέτρων καταλαμβάνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις δεξαμενές και τους προβλήτες του ΟΛΠ. Η πόλη η ίδια, όπως και η κύρια αρτηρία σύνδεσης της, στραγγαλίζεται στο Ικόνιο.
Αυτή είναι μία ιδιαίτερα κακή, δυσοίωνη πραγματικότητα.
Ενώ στα ναυπηγεία μπορούμε να φανταστούμε την εξυγίανση και την αναβάθμιση τους, δεν μπορούμε να σκεφτούμε το ίδιο για τα πετρελαιοειδή.
Η αμμοβολή και οι τοξικές βαφές- η αέρια ρύπανση- μπορούν να ελεγχθούν και οφείλουν να ελεγχθούν, η ρύπανση της θάλασσας επίσης, έχουμε ιδιαίτερα επιτυχή παραδείγματα σε αυτό.
Ένα περιβαλλοντικό ατύχημα όμως, η ανάφλεξη των χιλιάδων τόνων καυσίμων δεν ελέγχεται. Στη γλώσσα των τεχνικών επιστημών δεν υπάρχει απόλυτη εξασφάλιση από τις μεγάλες καταστροφές, τους σεισμούς, τις πυρκαγιές, τις εκρήξεις, τις πλημμύρες, υπάρχει η μεθοδολογία της πρόληψης και του μέγιστου περιορισμού των επιπτώσεων.
Έτσι δυστυχώς, το μόνο που κανείς μπορεί να κάνει στην περίπτωση του Περάματος, είναι να περιορίζει τις πιθανότητες, τις βλάβες και την έκταση της καταστροφής. Να συζητάει δηλαδή αν σε περίπτωση ατυχήματος, θα πρέπει να εκκενωθεί μόνο το Ικόνιο και τα Νεόκτιστα ή όλο το Πέραμα ή ακόμη και το Κερατσίνι.
Ετούτη η απλή και μη αμφισβητήσιμη γνώση θέτει στην πραγματική του βάση το ζήτημα της ύπαρξης της λειτουργίας των εγκαταστάσεων πετρελαιοειδών στο Πέραμα. Η λειτουργία τους -με τους όρους που περιγράφηκαν - δεν είναι συμβατή με τον αστικό ιστό.
Σοβαρές πολεοδομικές μελέτες για την εκκίνηση της απομάκρυνσης των δεξαμενών, έγιναν στο Πέραμα από τη Μεταπολίτευση ως το 1996. Η τεκμηρίωση υπάρχει, υπήρχε από τότε, το πρόβλημα υπάρχει, πρέπει να υπάρξει και η βούληση.
Το σημερινό Master Plan του ΟΛΠ, αντί να δρομολογεί τη σταδιακή παύση της συγκεκριμένης χρήσης υψηλού κινδύνου, εστράφη στην αντίθετη κατεύθυνση, ανατρέποντας τις όποιες προοπτικές λύσης του προβλήματος. Εντάσσει τις δεξαμενές στον μακροχρόνιο προγραμματισμό του λιμανιού, μονιμοποιεί την παρουσία τους στο Πέραμα για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Αυτό είναι λάθος.
*Ο Νίκος Μπελαβίλας, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος
*Ομιλία στην Ημερίδα του Δήμου Περάματος υπό την αιγίδα του ΤΕΕ "Λειτουργία Εταιρειών Πετρελαιοειδών εντός του οικιστικού ιστού του Δήμου Περάματος" την 18η Μαΐου 2018
Κοιτώντας από ψηλά τον Πειραιά, μας είναι πια ξεκάθαρο: Η μοναδική παραγωγική νησίδα που απέμεινε από τη μεγάλη πόλη της βιομηχανίας, είναι η στενή λωρίδα γης του Περάματος. Η βιομηχανία έχει κινηθεί μαζικά από τις δεκαετίες του '80 και '90 στα δυτικά ή στα βόρεια. Στον κόλπο της Ελευσίνας ή στην Εθνική Οδό . Η αποβιομηχάνιση ολοκλήρωσε τη συρρίκνωση του δευτερογενούς δυναμικού στον Πειραιά.
Το Πέραμα κινδύνεψε από την κρίση, και πολύ πριν από αυτήν. Η πόλη πάλευε με την αποβιομηχάνιση και την υψηλή ανεργία ήδη τριάντα χρόνια.
Την μάχη αυτή, φαίνεται ότι την κερδίζει.
Εδώ δόθηκε άλλη μία μάχη και κερδήθηκε: της λαϊκής στέγης. Ήταν ο αγώνας σχεδόν μισού αιώνα προκειμένου η τελευταία παραγκούπολη της Αττικής να μετατραπεί σε πραγματική πόλη, με κτίρια και υποδομές. Βέβαια έληξε αίσια η υπόθεση των αυθαιρέτων αλλά χάθηκαν άλλα, λόγω της υπεδόμησης. Χάθηκαν το βουνό και το αξιοβίωτο αστικό τοπίο, η ανθρώπινη κλίμακα, καθώς διαχρονικά - και εδώ δεν υπάρχουν ένοχοι - όλη η τοπική κοινωνία επιδίωκε τη μέγιστη απόδοση της γης. Πολυκατοικίες λοιπόν και αντιπαροχή σε απαγορευτικές ορεινές κλίσεις που φθάνουν έως και 45%, απαράδεκτες για αστικό ιστό. Είναι μία πολεοδομική δυσμορφία, που σημαίνει ελλειμματικές συνθήκες αστικής διαβίωσης, πρόβλημα υποδομών και οδοποιίας, που θα ταλαιπωρεί το Πέραμα στο μέλλον.
Ας επιστρέψουμε στη βιομηχανία. Ως χρήση είναι συμβατή ή ασύμβατη με την πόλη;Πριν από χρόνια διακηρύσσαμε όλοι ότι η βιομηχανία δεν έχει θέση δίπλα στην οικιστική ανάπτυξη. Η εμπειρία από τις ρυπογόνες τριτοκοσμικές βιομηχανίες τις δυτικής ακτής, του Κηφισού και του Ελαιώνα, τα φουγάρα, τα δραματικά εργατικά ατυχήματα, οι εκρήξεις, η θαλάσσια ρύπανση, το βαρύ νέφος αιθαλομίιχλης του Λεκανοπεδίου, έκαναν την κοινωνία και την επιστημονική κοινότητα να ζητά την απομάκρυνση.
Αν το Πέραμα δεν ήταν τόσο φτωχό, τόσο ξεχασμένο, όπως έκλεισαν οι βιομηχανίες όλου του Πειραιά έτσι θα είχαν κλείσει και εδώ οι αντίστοιχες μονάδες. Όμως, εξ αυτού το μειονεκτήματος, το Πέραμα ξεχάστηκε και οι βιομηχανίες παρέμειναν. Ας μην ξεχνάμε ότι η χωροθέτηση των "βρώμικων" χρήσεων από την εποχή της γέννησης του πολεοδομικού δίπολου Αθήνας-Πειραιά, είχε και έχει ταξικό πρόσημο. Η ρύπανση κινείτο πάντα προς τις δυτικές συνοικίες.
Σήμερα υπάρχει αντιπαράδειγμα; Ναι!
Μετά την αποβιομηχάνιση, αναπτύχθηκε ένας άλλος προσανατολισμός, ένα άλλο πρότυπο. Η ρυπαίνουσα και η επικίνδυνη βιομηχανία δεν είναι επιθυμητή στις πόλεις. Η διατήρηση και αναβάθμιση της καθαρής βιομηχανίας είναι. Μιλάμε πλέον για εργοστάσια καινοτομίας και προχωρημένης τεχνολογίας, υψηλού περιβαλλοντικού ελέγχου, χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Είναι συμβατά με τις πόλεις και τα ναυπηγεία; Ναι και τα ναυπηγεία!
Ας μην πάμε στο Γιβραλτάρ, στη Γένοβα ή στη Βαλέτα της Μάλτας. Η τελευταία, όπως και οι άλλες δύο, μια πολιτεία μνημείο της Unesco, έχει τα μεγάλα ναυπηγεία της ανάμεσα στα μεσαιωνικά τείχη, δίπλα στους καθεδρικούς ναούς, απέναντι στα παλάτια.
Ας έρθουμε στη δική μας Ερμούπολη. Η λειτουργία του Νεωρίου συνυπάρχει με την ιστορική, την πολιτιστική και την τουριστική ταυτότητα της νεοκλασικής πόλης του Αιγαίου. Πλησιάζοντας ακόμη κοντύτερα, στην καρδιά του κεντρικού Πειραιά, θα βρούμε ένα ενεργό μικρό ναυπηγείο του 1898-1912, τις μόνιμες κτιστές δεξαμενές του ΟΛΠ. Λειτουργεί κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο της Ηετιώνειας, δίπλα στο πλωτό μουσείο "Liberty", στους τουρίστες, στην κρουαζιέρα και στην ακτοπλοΐα, στις κατοικίες της Δραπετσώνα, χωρίς να ενοχλεί - και πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί ως μια παραγωγική χρήση ταυτισμένη με την ιστορία και τη ζωή του λιμανιού. Μπορούμε να φανταστούμε το Πέραμα με τη ναυπηγική λειτουργία υπό έλεγχο; Προφανώς! Με σοβαρές επιχειρήσεις, σοβαρά μεροκάματα, με συνθήκες ασφαλείας και περιβαλλοντικού ελέγχου.
Περνάμε τώρα στα δύσκολα:
4.300 στρέμματα είναι το σύνολο του οικισμένου, του κτισμένου χώρου του Περάματος.
2.300 στρέμματα είναι η γενική κατοικία-η αστική ζώνη της πόλης.
400 στρέμματα καλύπτουν τα ναυπηγεία, το 9% της συνολικής έκτασης. Άλλα 400 στρέμματα οι εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών, επίσης το 9%.
Αν προσθέσουμε και τις προβλήτες ΟΛΠ, τα 1.000 στρέμματα στο Ικόνιο, το μέγεθος ανεβαίνει πολύ. Οι λιμενοβιομηχανικές χρήσεις καταλαμβάνουν το 40% του αστικού χώρου.
Εδώ υπάρχει ένα τεχνικό, πολεοδομικό και κυκλοφοριακό αδιέξοδο. Η πόλη είναι ιδιαίτερα συμπαγής λόγω του γεωφυσικού της υποβάθρου. Είναι περιορισμένη μεταξύ ορεινού όγκου και ακτής, σε μία ζώνη μειούμενου πλάτους. Αρχίζει από χίλια μέτρα στη δυτική άκρη και φθάνει στα μόλις πεντακόσια μέτρα στην ανατολική. Εκεί, η ανατολική στενωπός των πεντακοσίων μέτρων καταλαμβάνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις δεξαμενές και τους προβλήτες του ΟΛΠ. Η πόλη η ίδια, όπως και η κύρια αρτηρία σύνδεσης της, στραγγαλίζεται στο Ικόνιο.
Αυτή είναι μία ιδιαίτερα κακή, δυσοίωνη πραγματικότητα.
Ενώ στα ναυπηγεία μπορούμε να φανταστούμε την εξυγίανση και την αναβάθμιση τους, δεν μπορούμε να σκεφτούμε το ίδιο για τα πετρελαιοειδή.
Η αμμοβολή και οι τοξικές βαφές- η αέρια ρύπανση- μπορούν να ελεγχθούν και οφείλουν να ελεγχθούν, η ρύπανση της θάλασσας επίσης, έχουμε ιδιαίτερα επιτυχή παραδείγματα σε αυτό.
Ένα περιβαλλοντικό ατύχημα όμως, η ανάφλεξη των χιλιάδων τόνων καυσίμων δεν ελέγχεται. Στη γλώσσα των τεχνικών επιστημών δεν υπάρχει απόλυτη εξασφάλιση από τις μεγάλες καταστροφές, τους σεισμούς, τις πυρκαγιές, τις εκρήξεις, τις πλημμύρες, υπάρχει η μεθοδολογία της πρόληψης και του μέγιστου περιορισμού των επιπτώσεων.
Έτσι δυστυχώς, το μόνο που κανείς μπορεί να κάνει στην περίπτωση του Περάματος, είναι να περιορίζει τις πιθανότητες, τις βλάβες και την έκταση της καταστροφής. Να συζητάει δηλαδή αν σε περίπτωση ατυχήματος, θα πρέπει να εκκενωθεί μόνο το Ικόνιο και τα Νεόκτιστα ή όλο το Πέραμα ή ακόμη και το Κερατσίνι.
Ετούτη η απλή και μη αμφισβητήσιμη γνώση θέτει στην πραγματική του βάση το ζήτημα της ύπαρξης της λειτουργίας των εγκαταστάσεων πετρελαιοειδών στο Πέραμα. Η λειτουργία τους -με τους όρους που περιγράφηκαν - δεν είναι συμβατή με τον αστικό ιστό.
Σοβαρές πολεοδομικές μελέτες για την εκκίνηση της απομάκρυνσης των δεξαμενών, έγιναν στο Πέραμα από τη Μεταπολίτευση ως το 1996. Η τεκμηρίωση υπάρχει, υπήρχε από τότε, το πρόβλημα υπάρχει, πρέπει να υπάρξει και η βούληση.
Το σημερινό Master Plan του ΟΛΠ, αντί να δρομολογεί τη σταδιακή παύση της συγκεκριμένης χρήσης υψηλού κινδύνου, εστράφη στην αντίθετη κατεύθυνση, ανατρέποντας τις όποιες προοπτικές λύσης του προβλήματος. Εντάσσει τις δεξαμενές στον μακροχρόνιο προγραμματισμό του λιμανιού, μονιμοποιεί την παρουσία τους στο Πέραμα για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Αυτό είναι λάθος.
*Ο Νίκος Μπελαβίλας, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος
*Ομιλία στην Ημερίδα του Δήμου Περάματος υπό την αιγίδα του ΤΕΕ "Λειτουργία Εταιρειών Πετρελαιοειδών εντός του οικιστικού ιστού του Δήμου Περάματος" την 18η Μαΐου 2018