Ημέρα Μνήμης... Η τελευταία μάχη του πολέμου, η μάχη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ για τη διάσωση του εργοστασίου της Ηλεκτρικής, 13η Οκτωβρίου1944!
Σύντομο χρονικό, όπως παρουσιάζεται στην επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Κερατσινίου:
«Στο Κερατσίνι οι
μαχητές του ΕΛΑΣ παρέμεναν σε ετοιμότητα. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι
Γερμανοί αποχωρώντας είχαν την εντολή να καταστρέψουν όλες τις μεγάλες –
και όχι μόνο- βιομηχανικές μονάδες σε όλο το μήκος της βιομηχανικής
ζώνης, καθώς και τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Ήδη από το πρωί της 12ης
Οκτωβρίου ο Πειραιάς, ο οποίος ήταν από άκρη σε άκρη υπονομευμένος,
συνταράχτηκε από τις απανωτές εκρήξεις των ανατινάξεων των κτηρίων του
Τελωνείου, του Λιμεναρχείου, των εγκαταστάσεων του ΟΛΠ κ.ά., ενώ οι
μαχητές του ΕΛΑΣ έδιναν σκληρές μάχες με τους αποχωρούντες Γερμανούς(…).
Το πρωί της
12ης Οκτωβρίου η γερμανική φρουρά του εργοστασίου της “Ηλεκτρικής”, η
οποία αποτελείτο από σαράντα άνδρες, είχε απομονώσει όλους τους
εργαζομένους της προηγούμενης βάρδιας (περίπου 300 άτομα) στους θαλάμους
και είχε υπονομεύσει με καλωδιώσεις ανατίναξης τις τεράστιες ποσότητες
εκρηκτικών που υπήρχαν στο εργοστάσιο δύο-τρεις μήνες πριν, τοποθετημένα
κάτω από τις τουρμπίνες ηλεκτροπαραγωγής (…). Αμέσως κινητοποιήθηκαν
δυνάμεις του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ και κατέλαβαν θέσεις μάχης γύρω από
την “Ηλεκτρική”.
Επικοινώνησαν με το Νίκανδρο Κεπέση, καπετάνιο του 6ου Ανεξάρτητου Συντάγματος, και το διοικητή Σωτήρη Κύβελο, και ζήτησαν οδηγίες. Ο Βαρυτιμίδης άρχισε διαπραγματεύσεις μέσω μιας εργαζόμενης στο εργοστάσιο με το διοικητή της φρουράς, εγγυώμενος την ασφαλή αποχώρηση των Γερμανών, εφόσον δεν ανατίναζαν τις εγκαταστάσεις και εφόσον βέβαια απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους. Και ενώ οι διαβουλεύσεις συνεχίζονταν, ξαφνικά εμφανίστηκε μια ομάδα τριάντα περίπου Γερμανών ποδηλατιστών, προερχόμενων από το εργοστάσιο ΚΟΠΗ -που μόλις είχε καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ- οι οποίοι πυροβολώντας κατευθύνονταν από την οδό Αναπαύσεως προς την «Ηλεκτρική». Ο ΕΛΑΣ απάντησε στα πυρά και η συμπλοκή γενικεύτηκε. Οι ποδηλατιστές (…) αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τους όρους του ΕΛΑΣ και να ελευθερώσουν τους εργαζόμενους, ώστε να αποχωρήσουν οι ίδιοι με ασφάλεια (…).
Επικοινώνησαν με το Νίκανδρο Κεπέση, καπετάνιο του 6ου Ανεξάρτητου Συντάγματος, και το διοικητή Σωτήρη Κύβελο, και ζήτησαν οδηγίες. Ο Βαρυτιμίδης άρχισε διαπραγματεύσεις μέσω μιας εργαζόμενης στο εργοστάσιο με το διοικητή της φρουράς, εγγυώμενος την ασφαλή αποχώρηση των Γερμανών, εφόσον δεν ανατίναζαν τις εγκαταστάσεις και εφόσον βέβαια απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους. Και ενώ οι διαβουλεύσεις συνεχίζονταν, ξαφνικά εμφανίστηκε μια ομάδα τριάντα περίπου Γερμανών ποδηλατιστών, προερχόμενων από το εργοστάσιο ΚΟΠΗ -που μόλις είχε καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ- οι οποίοι πυροβολώντας κατευθύνονταν από την οδό Αναπαύσεως προς την «Ηλεκτρική». Ο ΕΛΑΣ απάντησε στα πυρά και η συμπλοκή γενικεύτηκε. Οι ποδηλατιστές (…) αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τους όρους του ΕΛΑΣ και να ελευθερώσουν τους εργαζόμενους, ώστε να αποχωρήσουν οι ίδιοι με ασφάλεια (…).
Παρ’ όλα αυτά
επειδή υπήρχε ο φόβος να επιστρέψουν οι Γερμανοί και να προσπαθήσουν να
ανατινάξουν το εργοστάσιο, και με δεδομένο ότι οι δυνάμεις του εχθρού
δρούσαν ακόμη στην περιοχή του Περάματος, αποφασίστηκε οι αντιστασιακές
ομάδες να τεθούν σε επιφυλακή (…).
Τα χαράματα της
13ης Οκτωβρίου η περιοχή συγκλονίστηκε από τη δυνατή έκρηξη που
προκλήθηκε από την ανατίναξη των εγκαταστάσεων της Shell στο Πέραμα.
Αμέσως εκδηλώθηκε γενική κινητοποίηση των κατοίκων, οι οποίοι έστησαν
πρόχειρα οδοφράγματα αποκλείοντας την περιοχή, ενώ το 2ο τάγμα του ΕΛΑΣ
της Κοκκινιάς τοποθετήθηκε στο νεκροταφείο, προκειμένου να εμποδίσει
πιθανές μετακινήσεις άλλων γερμανικών δυνάμεων.
Στις 6.45 εμφανίστηκε
το γερμανικό απόσπασμα που είχε ανατινάξει τη Shell και το οποίο είχε
λάβει τη διαταγή να καταστρέψει τα εργοστάσια του Αγίου Γεωργίου και του
Νέου Φαλήρου, όπως ομολόγησε αργότερα ο επικεφαλής Γερμανός Χανς
Λίντερμαν που συνελήφθη αιχμάλωτος. Το απόσπασμα ανήκε στο ειδικό επί
των ανατινάξεων τμήμα του Μηχανικού των Es Es. Αποτελείτο από 56 άνδρες
βαριά οπλισμένους με αυτόματα και τέσσερα μηχανοκίνητα πολυβόλα (…)
μόλις οι Γερμανοί πλησίασαν την πύλη του εργοστασίου, ο σκοπευτής
Χρήστος Φερούσης πυροβόλησε μέσα από το εργοστάσιο τον οδηγό του πρώτου
οχήματος, υποχρεώνοντας τη φάλαγγα να ακινητοποιηθεί κοντά στο γεφυράκι.
Αμέσως μια χειροβομβίδα ανατίναξε ένα από τα γερμανικά οχήματα.
Αιφνιδιασμένοι οι Γερμανοί δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά από μια απόσταση
περίπου εξήντα – εκατό μέτρων, που προερχόταν από όλες τις κατευθύνσεις
(…).
Aρχισε έτσι η
επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, του οποίου ο υποτυπώδης οπλισμός
αποτελείτο από λίγα ταλαιπωρημένα και αναξιόπιστα ιταλικά όπλα, μερικά
περίστροφα και αρκετές χειροβομβίδες, στις οποίες ουσιαστικά στήριξαν
όλη την επιχείρηση. Οι Γερμανοί προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, γεγονός που
ανάγκασε τον Βαρυτιμίδη και το Μωυσιάδη να ζητήσουν ενισχύσεις από τις
εφεδρικές δυνάμεις της Κοκκινιάς. Πράγματι, ο κομματικός υπεύθυνος του
Κερατσινίου Μίχος, μετά από συνεννόηση με τον αντίστοιχο υπεύθυνο της
Κοκκινιάς, Παράσχο, επιβιβάστηκαν σε τρεις πυροσβεστικές αντλίες και
έσπευσαν στον τόπο της συμπλοκής.
Έπειτα από
σκληρή μάχη που διήρκεσε περισσότερο από τρεις ώρες, άρχισε η σταδιακή
παράδοση των Γερμανών, οι οποίοι ήδη μετρούσαν εννέα νεκρούς και δεκαέξι
τραυματίες (…). Είκοσι περίπου συνελήφθησαν αιχμάλωτοι μεταξύ αυτών και
ο επικεφαλής τους Λίντερμαν.
Το εργοστάσιο της
“Ηλεκτρικής”, μια σημαντική ενεργειακή μονάδα της χώρας που
τροφοδοτούσε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, είχε διασωθεί. Επιπλέον, η
εξουδετέρωση του αποσπάσματος ανατινάξεων των Ες Ες απέτρεψε τεράστιες
καταστροφές σε εγκαταστάσεις υποδομής, καθοριστικές για την οικονομία
της Ελλάδας.
Στο πεδίο της τιμής,
όμως, 11 πατριώτες είχαν σκοτωθεί και άλλοι 8 ήταν τραυματίες. Την
ημέρα που ολόκληρη η Ελλάδα πανηγύριζε, το ηρωικό Κερατσίνι κήδευε τους
νεκρούς της μάχης της “Ηλεκτρικής” στον περίβολο του εργοστασίου, υπό
την επιβλητική παρουσία ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ. Πένθος από τη μια και
χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες από την άλλη, να καλούν τον κόσμο στη
μεγαλειώδη παρέλαση της Νίκης που γίνεται υπό ασταμάτητη βροχή. Το
σύνθημα που κυριαρχούσε παντού ήταν “ΕΛΑΣ – Λαοκρατία”».