από το λεξικό:
σωσίβιο το [sosívio] Ο42 : συσκευή που έχει την ιδιότητα να επιπλέει, από αδιάβροχο υλικό όπως π.χ. από φελό, φουσκωμένο λάστιχο κτλ. και με διάφορες μορφές, π.χ. σαν στεφάνι ή σαν γιλέκο και που χρησιμοποιείται συνήθ. από ναυαγούς: Ρίχνω σε κπ. το ~. Φοράω το ~. || λαστιχένια ή πλαστική κουλούρα που φορούν στη θάλασσα όσοι δεν ξέρουν κολύμπι που μπορεί να δώσει τη σωτήρια λύση σε μια πολύ δύσκολη περίσταση· ΣYN ΦΡ σανίδα σωτηρίας. 3. (ειρ.) συσσώρευση λίπους γύρω από τη μέση του αντρικού σώματος.