Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Το χαμάμ πήγε... σχολείο

Συντάκτης: Χαρά Τζαναβάρα
Για περισσότερα από σαράντα χρόνια έμενε ένα κουφάρι απέναντι από το πολυϊατρείο της Ανάστασης, της γειτονιάς του Κερατσινίου που αναπτύχθηκε από τους ξεριζωμένους της Μικράς Ασίας.

Η περιοχή οφείλει το όνομά της στο ομώνυμο νεκροταφείο, που πλέον διατηρείται μόνο για τους οικογενειακούς τάφους καθώς οι υπόλοιπες λειτουργίες του έχουν μεταφερθεί από χρόνια στο Σχιστό.
Η δυναμική γειτονιά του καλλικρατικού Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας ήταν στην ουσία ακατοίκητη ώς το 1932 και στα όριά της λειτουργούσε μόνο το Νεκροταφείο της Ανάστασης, που είναι το παλιότερο στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Ο πρώτος πυρήνας της ήταν οι 25 πέτρινες και κεραμοσκεπείς πολυκατοικίες, που εξασφάλισαν ένα αξιοπρεπές κεραμίδι για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.

Μορφωμένοι στη συντριπτική τους πλειονότητα και με δυναμισμό γρήγορα κέρδισαν θέση στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Την ίδια εποχή άρχισαν να αναπτύσσονται μεγάλες επιχειρήσεις που εξασφάλιζαν μεροκάματο αλλά συνετέλεσαν στην περιβαλλοντική υποβάθμιση που αποτελεί το χαρακτηριστικό για όλους τους δυτικούς δήμους του λεκανοπεδίου. Οι παλιότεροι κάτοικοι της γειτονιάς θυμούνται το «τρενάκι», ένα είδος τελεφερίκ, που διέσχιζε την κεντρική λεωφόρο 25ης Μαρτίου και μετέφερε από αέρος πρώτη ύλη από τα λατομεία Αμφιάλης στο τσιμεντάδικο.

Το ανατολικό όριο της Ανάστασης είναι η σημερινή οδός Ελευθερίου Βενιζέλου.

Η τότε αδόμητη περιοχή μπήκε στο στόχαστρο του Αρτίν Παλαντζιάν, ενός Αρμένη πρόσφυγα από τη Σμύρνη που ακολούθησε τον ξεριζωμό του ελληνισμού από την περιοχή. Δεν είχε σπουδάσει και κάποιοι λένε πως δεν ήξερε ούτε να γράφει, αλλά είχε μέσα του το επιχειρηματικό δαιμόνιο.

Ως το 1932 είχε ήδη δημιουργήσει ένα υφαντουργείο και μια μονάδα παραγωγής ενέργειας για να το υποστηρίζει. Αποφάσισε στη συνέχεια να φτιάξει τα Λουτρά για τους εργαζόμενους των εργοστασίων του, αλλά και για το πολυπληθές προσφυγικό στοιχείο που κουβαλούσε στο DNA του την παράδοση των χαμάμ.

Το ανατολίτικο δημοφιλές κοινόχρηστο μπάνιο θεωρείται η υγρή εκδοχή της σάουνας. Χαμάμ λειτουργούσαν σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποτελούσαν χώρους εξαγνισμού του σώματος και του πνεύματος, αλλά και σημεία κοινωνικής συναναστροφής.
Στην αρχή ήταν αντρικό προνόμιο, αλλά αργότερα άνοιξαν για κάποιες ημέρες τις πύλες τους στις γυναίκες και στη συνέχεια αναδείχτηκαν σε μοναδικό χώρο που επιτρεπόταν σε αυτές να βγαίνουν από τον οντά τους.

Ο Αρμένης επιχειρηματίας αποδείχτηκε πολύ γρήγορα ότι χτύπησε φλέβα, καθώς στην περίοδο της ακμής τους τα λουτρά υποδέχονταν πάνω από 100 άτομα την ημέρα. Κατάφερε μάλιστα να υπογράψει συμβάσεις συνεργασίας με ασφαλιστικούς φορείς, όπως αυτόν των σιδηροδρομικών και του Οίκου του Ναύτη, με εργοστάσια αλλά και δήμους που επιδοτούσαν τις επισκέψεις πολιτών στο χαμάμ.

Το επίσημο όνομά τους ήταν λουτρά «Βαλκάνια», αλλά έγιναν γνωστά με το όνομα του Παλαντζιάν με το οποίο λειτούργησαν για σαράντα χρόνια, ώς το 1972. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 χαρακτηρίστηκαν διατηρητέο μνημείο και το 1986 απαλλοτριώθηκαν από τον τότε Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ), αλλά αφέθηκαν να ρημάζουν.

Το κεντρικό κτίριο είναι κυκλικό, όπως συνηθίζεται στην αρχιτεκτονική των χαμάμ, ενώ η κατασκευή του ήταν προσεγμένη και πολυτελής. Κυριαρχούσε το μάρμαρο, από το οποίο ήταν κατασκευασμένο το σιντριβάνι, που αποτελεί σημείο αναφοράς για όλα τα ανατολίτικα λουτρά. Δυστυχώς πολλά από τα μαρμάρινα στοιχεία λεηλατήθηκαν μετά το κλείσιμο της επιχείρησης.

Στα χρόνια της ακμής πάντως τα λουτρά διέθεταν 46 χαμάμ, 10 ιαματικούς λουτήρες και 28 χώρους ανάπαυσης των λουομένων. Το νερό θερμαινόταν στα υπόγεια και έφτανε από ειδικές διαδρομές στους χώρους των λουτρών, που είχαν χαλαρωτικό αλλά και ιαματικό χαρακτήρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επισκέπτες είχαν επίσης τη δυνατότητα να επιλέξουν ιαματικό ή θαλασσινό νερό, που έφτανε με βυτία στις εγκαταστάσεις. Η αντίστροφη μέτρηση για τα παλιά λουτρά άρχισε στα τέλη του 2014, όταν αποφασίστηκε να αξιοποιηθούν για να στεγαστεί το Καλλιτεχνικό Σχολείο Κερατσινίου, αλλά τα έργα προχώρησαν με προβλήματα λόγω της οικονομικής κρίσης.


Τα βοηθητικά κτίρια κατεδαφίστηκαν και διατηρήθηκε με θρησκευτική ευλάβεια το κυκλικό κεντρικό χαμάμ. Η πρώτη παρέμβαση έγινε στα περιμετρικά παράθυρα που υπήρχαν στη βάση του τρούλου και εξασφάλιζαν άπλετο φυσικό φως στο εσωτερικό, όπου πλέον λειτουργούν τα εργαστήρια σχεδίου και αισθητικής αγωγής.

Αποκαταστάθηκαν τα μαρμάρινα τμήματα, ακόμη και το σιντριβάνι, ενώ κατασκευάστηκαν παραδοσιακά ξύλινα κουφώματα και περίτεχνα κιγκλιδώματα, που αποτελούν αντίγραφα των παλιών και είναι κομμάτι της έκθεσης κειμηλίων από την παλιά επιχείρηση.
Το κεντρικό μνημείο στεφανώθηκε από δύο νέες πτέρυγες, όπου στεγάζονται οι αίθουσες διδασκαλίας και τα γραφεία των καθηγητών.

Η αρχιτεκτονική μελέτη πάντρεψε το παλιό με το νέο κτίριο μέσα από μια μεταλλική κατασκευή που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος και στέγαστρο.
Ολο το συγκρότημα διαθέτει «έξυπνο» σύστημα για τη διαχείριση της ενέργειας και αυτόματου ελέγχου της ποιότητας του αέρα στο εσωτερικό του. Εχει προβλεφθεί η αξιοποίηση των νερών της βροχής, που συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για την άρδευση του κήπου που περιβάλλει το νέο σχολείο. 


1. Στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά υπήρχαν κοινόχρηστα λουτρά από το 1928. Οι πρώτες εγκαταστάσεις, ιδιοκτησίας Γ. Μασκλαβάνη, λειτούργησαν στη γέφυρα της Νέας Κοκκινιάς. Ακολούθησαν τα λουτρά της Φρεαττύδας και της Νίκαιας, ενώ στην τέταρτη θέση, από πλευράς εμφάνισης, βρίσκεται το χαμάμ Παλαντζιάν. 

2. Το σχολικό συγκρότημα αναπτύσσεται σε οικόπεδο 2.600 τετραγωνικών και οι στεγασμένοι χώροι του, που καλύπτουν περίπου 500 τετραγωνικά, επαρκούν για τις ανάγκες 250 μαθητών. Αρχισε να λειτουργεί πριν από λίγο καιρό. Οι χώροι του παλιού χαμάμ, με τα αυθεντικά πλακάκια του, τα μωσαϊκά και τις παλιές ζωγραφιές του κυκλικού τοίχου που ξαναζωντάνεψαν, έγιναν ήδη αγαπημένο στέκι τους. 

3. Το νέο σχολείο κατασκευάστηκε με το σύστημα ΣΔΙΤ, της σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, και περιλαμβάνει 24 σχολικές μονάδες με συνολικό προϋπολογισμό 110 εκατ. ευρώ. Στο μείγμα της χρηματοδότησης συμμετέχουν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και το κοινοτικό πρόγραμμα JESSICA, καθώς και ίδια κεφάλαια της αναδόχου κοινοπραξίας, που αναλαμβάνει τη συντήρηση των κτιρίων για 25 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα το Δημόσιο θα καταβάλλει ενοίκιο στους κατασκευαστές, συμμετέχοντας σε ένα πείραμα που μένει να αξιολογηθεί από τα αποτελέσματά του
. πηγή