λογοκρισία
ο έλεγχος που ασκείται από κάποια εξουσία στις διάφορες εκφάνσεις του λόγου (κυρίως στα ΜΜΕ) και της τέχνης με απώτερο στόχο την παρεμπόδιση ανταλλαγής πληροφοριών, ιδεών και απόψεων, οι οποίες είναι αντίθετες προς τις αρχές της εξουσίας
προληπτική λογοκρισία
(γενικότερα) η παρέμβαση που περιορίζει την πευματική δράση κάποιου
(συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που λογοκρίνουν
Συγγενικές λέξεις
λογοκρίνω
λογοκριτής
ο έλεγχος που ασκείται από κάποια εξουσία στις διάφορες εκφάνσεις του λόγου (κυρίως στα ΜΜΕ) και της τέχνης με απώτερο στόχο την παρεμπόδιση ανταλλαγής πληροφοριών, ιδεών και απόψεων, οι οποίες είναι αντίθετες προς τις αρχές της εξουσίας
προληπτική λογοκρισία
(γενικότερα) η παρέμβαση που περιορίζει την πευματική δράση κάποιου
(συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που λογοκρίνουν
Συγγενικές λέξεις
λογοκρίνω
λογοκριτής