Πόση λαχτάρα γεννήθηκε και μέσα του κρύφτηκε απ’τη στιγμή που το “μαθε. Nα πέσει σε χέρια καλά και φιλόξενα, μόνο αυτό ήθελε. Να το ζεστάνουν μια φορά και να το νανουρίσουν. Τώρα ήταν η ευκαιρία του, αυτή που περίμενε από την πρώτη μέρα της υπαρξής του. Έπρεπε να κοιμηθεί ώρες πολλές, να χορτάσει το όνειρό του και να σιγουρευτεί ότι ο ύπνος δε θα του στερήσει , μα θα του ενισχύσει τη γυαλάδα του. Αυτή που του είχε απομείνει δηλαδή. Την επομένη μέρα θα το έντυναν φλουρί. Κι είναι υπέρτατη τιμή για ένα ταληράκι.
Ξάπλωσε όπως όπως στριμωγμένο, ανάμεσα σε τόσα άλλα ταληράκια και έβαλε μπρος τη φαντασία του να δουλέψει, για τη στιγμή που κάποιος θα το έγδυνε απ’το αλουμινένιο ρούχο του. Θα έβαζε το καλύτερο χαμόγελο που διέθετε και θα στρίμωχνε τη λάμψη του απ” άκρη σ’άκρη του κορμιού του, μη και τυχόν ο τυχερός ιδιοκτήτης νιώσει απογοήτευση. Το ταληράκι το γνώριζε καλά, δεν ήταν νόμισμα αξίας. Ο αριθμός στο στήθος του ήταν η καταδίκη του. Δεν είχε δει ποτέ χαρά στα μάτια κάποιου άλλου ιδιοκτήτη , όταν σε ρέστα το έπιανε στα χέρια του ή απ’τον δρόμο του το σήκωνε. Μόνο σε κάποια τσέπη είχε μάθει να στριμώχνεται, σε κάποιο συρτάρι να σκονίζεται και να θολώνει. Την επόμενη μέρα όμως έπρεπε να τη δει αυτή τη χαρά. Θα’ναι υπέρτατη τιμή για ένα ταληράκι.
Έκλεισε τα ματάκια του, όμως να κοιμηθεί αδυνατούσε. Τα υπόλοιπα ταληράκια γύρω του σιγοψιθύριζαν γεμάτα με παρόμοια με τη δική του αγωνία. Θα τα καταφέρουν; Θα φέρουν τύχη; Θα φέρουν όσα μια χρονιά σ’ανθρώπους στέρησε; Μιλούσαν όλα κι έλεγαν ιστορίες, για κάμποσους δικούς τους συγγενείς, στα μήκη και στα πλάτη όλα της γης, σε άλλες χώρες ταληράκια και πόση τύχη στους κατόχους τους έφεραν, υγεία και παντρέματα, περιουσίες τρανές και τσέπες γεμάτες, χαμόγελα πλατιά και όση το χρήμα μπορεί να αγοράσει ευτυχία. Ευχήθηκε να είναι κι εκείνο άξιο για τόση ευλογία. Ύστερα όμως άκουσε για άλλες περιπτώσεις, για ταληράκια που κακό προκάλεσαν στον κάτοχό τους, αρρώστιες και θανατικό, πείνα και δυστυχία , για χωρισμούς και βάσανα που αποδόθηκαν σαφώς στο κόψιμο της πίτας και το φλουρί το άτυχο που έφερε μπελάδες.
Το ταληράκι συννέφιασε με όσα άκουσε. Ήθελε να υπήρχε τρόπος να μάθει τη μοίρα του, πριν ντυθεί το αλουμινένιο το παλτό του. Το ίδιο δεν ήταν σίγουρο. Και δεν ήταν σίγουρο αν θα άντεχε μια ακόμα αποτυχία στη σύντομη μέχρι τώρα ζωή του. Αποτυχία να γίνει νόμισμα αξίας μεγαλύτερης, να γίνει γούρι και φυλαχτό, να είναι αρκετό να ταίσει, να ξεδιψάσει, να γεννήσει χαμόγελα και όνειρα στους ανθρώπους. Ακόμα κι αν το ίδιο πίστευε στον εαυτό του, κανείς άλλος δεν το έκανε. Κρύφτηκε λοιπόν κάτω απ’τα υπόλοιπα νομίσματα, με την ελπίδα να μην έρθει η σειρά του φλουρί να γίνει. Κι οι άνθρωποι κάνουν λάθη, κι οι άνθρωποι έχουν αποτυχίες, κάτι μέσα στον κρύο σκελετό του όμως τού έλεγε ότι οι άνθρωποι πάντα ζητούν κάπου αλλού τις λάθος αποφάσεις τους να αποδώσουν. Και τόσες που μαζεύονται ευθύνες, είναι υπέρτατο κακό και βάρος για το ταληράκι. O Μάριος Μάζαρης είναι εκπαιδευτικός και μουσικός παραγωγός.πηγή
Ξάπλωσε όπως όπως στριμωγμένο, ανάμεσα σε τόσα άλλα ταληράκια και έβαλε μπρος τη φαντασία του να δουλέψει, για τη στιγμή που κάποιος θα το έγδυνε απ’το αλουμινένιο ρούχο του. Θα έβαζε το καλύτερο χαμόγελο που διέθετε και θα στρίμωχνε τη λάμψη του απ” άκρη σ’άκρη του κορμιού του, μη και τυχόν ο τυχερός ιδιοκτήτης νιώσει απογοήτευση. Το ταληράκι το γνώριζε καλά, δεν ήταν νόμισμα αξίας. Ο αριθμός στο στήθος του ήταν η καταδίκη του. Δεν είχε δει ποτέ χαρά στα μάτια κάποιου άλλου ιδιοκτήτη , όταν σε ρέστα το έπιανε στα χέρια του ή απ’τον δρόμο του το σήκωνε. Μόνο σε κάποια τσέπη είχε μάθει να στριμώχνεται, σε κάποιο συρτάρι να σκονίζεται και να θολώνει. Την επόμενη μέρα όμως έπρεπε να τη δει αυτή τη χαρά. Θα’ναι υπέρτατη τιμή για ένα ταληράκι.
Έκλεισε τα ματάκια του, όμως να κοιμηθεί αδυνατούσε. Τα υπόλοιπα ταληράκια γύρω του σιγοψιθύριζαν γεμάτα με παρόμοια με τη δική του αγωνία. Θα τα καταφέρουν; Θα φέρουν τύχη; Θα φέρουν όσα μια χρονιά σ’ανθρώπους στέρησε; Μιλούσαν όλα κι έλεγαν ιστορίες, για κάμποσους δικούς τους συγγενείς, στα μήκη και στα πλάτη όλα της γης, σε άλλες χώρες ταληράκια και πόση τύχη στους κατόχους τους έφεραν, υγεία και παντρέματα, περιουσίες τρανές και τσέπες γεμάτες, χαμόγελα πλατιά και όση το χρήμα μπορεί να αγοράσει ευτυχία. Ευχήθηκε να είναι κι εκείνο άξιο για τόση ευλογία. Ύστερα όμως άκουσε για άλλες περιπτώσεις, για ταληράκια που κακό προκάλεσαν στον κάτοχό τους, αρρώστιες και θανατικό, πείνα και δυστυχία , για χωρισμούς και βάσανα που αποδόθηκαν σαφώς στο κόψιμο της πίτας και το φλουρί το άτυχο που έφερε μπελάδες.
Το ταληράκι συννέφιασε με όσα άκουσε. Ήθελε να υπήρχε τρόπος να μάθει τη μοίρα του, πριν ντυθεί το αλουμινένιο το παλτό του. Το ίδιο δεν ήταν σίγουρο. Και δεν ήταν σίγουρο αν θα άντεχε μια ακόμα αποτυχία στη σύντομη μέχρι τώρα ζωή του. Αποτυχία να γίνει νόμισμα αξίας μεγαλύτερης, να γίνει γούρι και φυλαχτό, να είναι αρκετό να ταίσει, να ξεδιψάσει, να γεννήσει χαμόγελα και όνειρα στους ανθρώπους. Ακόμα κι αν το ίδιο πίστευε στον εαυτό του, κανείς άλλος δεν το έκανε. Κρύφτηκε λοιπόν κάτω απ’τα υπόλοιπα νομίσματα, με την ελπίδα να μην έρθει η σειρά του φλουρί να γίνει. Κι οι άνθρωποι κάνουν λάθη, κι οι άνθρωποι έχουν αποτυχίες, κάτι μέσα στον κρύο σκελετό του όμως τού έλεγε ότι οι άνθρωποι πάντα ζητούν κάπου αλλού τις λάθος αποφάσεις τους να αποδώσουν. Και τόσες που μαζεύονται ευθύνες, είναι υπέρτατο κακό και βάρος για το ταληράκι. O Μάριος Μάζαρης είναι εκπαιδευτικός και μουσικός παραγωγός.πηγή