“Συνειδητά
δεν έκανα την ταινία για να πω “Να, ποια είναι τα παλικάρια!”, αλλά
μπορεί να παίζει και κάποιο τέτοιο ρόλο η ταινία. Δηλαδή, να έρχεται να
μιλήσει σε μια εποχή αφασίας, για τη στάση ανθρώπων που τόλμησαν. Όμως
αισθανόμουν, όπως σας το λέω, ότι έχω ανάγκη, εγώ, να συναντήσω -μέσα
από τις εικόνες μου- τον Ναπολέοντα και τους διακόσιους”.
Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr, για το “Τελευταίο σημείωμα”, που διηγείται την πραγματική ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη και μαζί των διακοσίων κομμουνιστών που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944, από τις δυνάμεις Κατοχής, ως αντίποινα για τη δράση της αντιστασιακής οργάνωσης του ΕΛΑΣ.
Όπως αναφέρει ο ίδιος: “Αν μπορούσα να δώσω, εγώ, ένα τελευταίο σημείωμα, θα ήταν, να αγαπάμε αυτόν τον τόπο, να αγαπάμε τη ζωή, να μη δεχόμαστε σιωπηρά την καθημερινότητα […] Αγώνας και αξιοπρέπεια, μπορώ να πω. Δυο τέτοιες λέξεις.”
Σε μια περίοδο που η χώρα μας δεν φημίζεται για την αντίστασή της, αποφασίσατε να κάνετε μία ταινία για τους 200 αντιστασιακούς κομμουνιστές της Καισαριανής, όπου όλοι οι κομπάρσοι, μάλιστα, ήθελαν να υποδυθούν τη στιγμή της εκτέλεσής τους.
Τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη τον ήξερα από χρόνια. Τον ήξερα μέσα από τα διαβάσματα, τον είχα «συναντήσει» νέος όταν άρχισα να μαζεύω βιβλία και να διαβάζω. Είχε πέσει στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι, από το πολύτιμο βιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι που πήγαινα στο υπόγειο και έψαχνα. Ένα βιβλίο που έγραφε κρητικές μαντινάδες, από μία έρευνα μίας Μαρίας Λιουδάκη (που είναι η αδελφή της Χαράς Λιουδάκη η οποία ήταν η αρραβωνιαστικιά του Σουκατζίδη), και μέσα στην εισαγωγή ευχαριστούσε το 16χρονο αγόρι, τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που την είχε βοηθήσει να συλλέξει τις καλύτερες μαντινάδες.
Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr, για το “Τελευταίο σημείωμα”, που διηγείται την πραγματική ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη και μαζί των διακοσίων κομμουνιστών που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944, από τις δυνάμεις Κατοχής, ως αντίποινα για τη δράση της αντιστασιακής οργάνωσης του ΕΛΑΣ.
Όπως αναφέρει ο ίδιος: “Αν μπορούσα να δώσω, εγώ, ένα τελευταίο σημείωμα, θα ήταν, να αγαπάμε αυτόν τον τόπο, να αγαπάμε τη ζωή, να μη δεχόμαστε σιωπηρά την καθημερινότητα […] Αγώνας και αξιοπρέπεια, μπορώ να πω. Δυο τέτοιες λέξεις.”
Σε μια περίοδο που η χώρα μας δεν φημίζεται για την αντίστασή της, αποφασίσατε να κάνετε μία ταινία για τους 200 αντιστασιακούς κομμουνιστές της Καισαριανής, όπου όλοι οι κομπάρσοι, μάλιστα, ήθελαν να υποδυθούν τη στιγμή της εκτέλεσής τους.
Τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη τον ήξερα από χρόνια. Τον ήξερα μέσα από τα διαβάσματα, τον είχα «συναντήσει» νέος όταν άρχισα να μαζεύω βιβλία και να διαβάζω. Είχε πέσει στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι, από το πολύτιμο βιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι που πήγαινα στο υπόγειο και έψαχνα. Ένα βιβλίο που έγραφε κρητικές μαντινάδες, από μία έρευνα μίας Μαρίας Λιουδάκη (που είναι η αδελφή της Χαράς Λιουδάκη η οποία ήταν η αρραβωνιαστικιά του Σουκατζίδη), και μέσα στην εισαγωγή ευχαριστούσε το 16χρονο αγόρι, τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που την είχε βοηθήσει να συλλέξει τις καλύτερες μαντινάδες.
Και τότε είχα ξαφνιαστεί, δεν ήξερα και τις μαντινάδες, δεν ήμουν ακόμη παντρεμένος με την Ιωάννα Καρυστιάνη που είναι Χανιώτισσα, και μου έκανε εντύπωση πως ένα παιδί έχει το μεράκι να μαζεύει μαντινάδες. Ξαφνιάστηκα, μάλιστα, γιατί ο Ναπολέοντας δεν ήταν Κρητικός. Ήταν από τη Μικρά Ασία, 9 χρονών έφτασε η οικογένειά του στην Κρήτη, στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου.
Και βέβαια από τότε, διαβάζοντας με μανία τη νεώτερη ελληνική ιστορία για να καταλάβω τι είχε συμβεί, τον «συνάντησα» πολύγλωσσο, με πέντε γλώσσες, διερμηνέα από το 1936, φυλακισμένο, εξόριστο, και στο τραγικό φινάλε -τον Απρίλη του ’44- στο Χαϊδάρι, με τη συγκλονιστική αυτή ιστορία, που αρνήθηκε να εξαιρεθεί από τους διακόσιους, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία.
Λοιπόν, όλο αυτό το υλικό, όλη αυτή η εμπειρία, ήθελα να μεταφερθεί στην οθόνη του κινηματογράφου, είχα την ανάγκη να την κάνω ταινία. Τώρα, αν συμπίπτει με μία εποχή σιωπής, μια εποχή ιδιαίτερη, που ο κόσμος ανέχεται όλη αυτή την συνθήκη ζωής όπως τη βιώνουμε όλοι; Συνειδητά, δεν έκανα την ταινία για να πω «Να, ποια είναι τα παλικάρια!», αλλά μπορεί να παίζει και κάποιο τέτοιο ρόλο η ταινία. Δηλαδή, να έρχεται να μιλήσει σε μια εποχή αφασίας, για τη στάση ανθρώπων που τόλμησαν.
Τι συμβαίνει τώρα στο μυαλό ενός σκηνοθέτη; Είναι μια περιπέτεια πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί η δουλειά μου είναι κάτι να ανακαλύπτω, κι αυτό σιγά σιγά να παίρνει μια μορφή μέσα στο μυαλό μου, και μετά ν’ αρχίζω να ξεχωρίζω τις ιδέες που επιμένουν περισσότερο. Τον Ναπολέοντα ήθελα από νωρίτερα να τον κάνω ταινία. Δηλαδή πριν από τη “Μικρά Αγγλία”, ήδη, είχα φτάσει στο τέλος της έρευνας, αλλά μετά είναι κάτι που σε οδηγεί, γιατί δεν υπάρχουν και εκείνες οι συνθήκες παραγωγής στην Ελλάδα, για να ξέρεις εκ των προτέρων ότι αυτό που σε συγκινεί θα μπορέσει να γίνει ταινία. Όμως αισθανόμουν, όπως σας το λέω, ότι έχω ανάγκη, εγώ, να συναντήσω -μέσα από τις εικόνες μου- τον Ναπολέοντα και τους διακόσιους.
Βασίζεστε στον άνθρωπο για να αναδείξετε το ιστορικό γεγονός;
Σε όλες μου τις ταινίες το κάνω αυτό. Για παράδειγμα στα “Πέτρινα χρόνια”, μου διηγήθηκε η Ιωάννα ένα βράδυ την ιστορία της Ελένης και του Μπάμπη Γκολεμά, κι όταν τέλειωσε την αφήγησή της, από εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι θα κάνω ταινία. Ήθελα να μιλήσω γι’ αυτούς τους ανθρώπους, και για τους πολιτικές τους επιλογές, αλλά και για την ανθρώπινη εμπειρία τους, για τη δύναμή τους, για την ανάγκη τους να αγαπήσουν, να ερωτευτούν, να ζήσουνε.
Οι άνθρωποι, κι επειδή τους γνώρισα λίγο πολύ κι εγώ για ένα μικρό διάστημα που υπήρξα εξόριστος στη Γυάρο στο τέλος της δικτατορίας, συνάντησα βετεράνους οι οποίοι μάλιστα ορισμένοι είχαν χτίσει και τη φυλακή, που ήταν κανονικοί άνθρωποι με ελπίδες, με ανάγκες, με μνήμες, με νοσταλγίες, με χιούμορ.
Δεν μπορώ, είναι αδιανόητο για μένα να κάνω κάτι το οποίο να κραυγάζει, να σηκώνει μια σημαία, ντε και καλά. Αυτά τα θεωρώ αδυναμίες.
Το φιλμ λοιπόν βασίζεται σε σπάνια ντοκουμέντα. Και θέλω να μνημονεύσω το πρώτο βιβλίο που διάβασα, απολύτως ολοκληρωμένο, για πρόσωπα, πράγματα, συνθήκες ζωής, που ήταν το βασικό πολύτιμο βοήθημα, ενός γιατρού που λεγόταν Αντώνης Φλούτζης, ο οποίος υπήρξε κι αυτός κρατούμενος από το 1936, στην Ακροναυπλία και στο Χαϊδάρι στη συνέχεια. Σε αυτό το βιβλίο βασίστηκα. Από εκεί και πέρα, όμως, η ταινία δεν είναι ντοκυμαντέρ, δεν είναι εικόνες που κάπου τις βρήκα, που σημαίνει ότι οι εικόνες, πρέπει να αποκτήσουν θέρμη, συγκίνηση, ελπίδα ή βία. Αυτό είναι το φιλμ.
Σε ποιες στιγμές δώσατε μεγαλύτερο βάρος;
Κάθε εικόνα, ο κινηματογραφιστής οφείλει να είναι όπως και οι υπόλοιπες. Κάθε εικόνα συνδέεται με την προηγούμενη και με την επόμενη και η αφήγηση είναι δημιουργική και αναπτύσσεται επειδή προσέχεις να μη χάσεις κάτι, να μη βιαστείς.
Βεβαίως, υπάρχουν στιγμές στην ταινία που είναι πολυπρόσωπες, όπως εκεί στο θάλαμο των κρατουμένων που ήταν 80-90άτομα κάθε μέρα, που ήταν οι περισσότερες σκηνές. Ή αυτό που συνέβη πέρα από το δικό μου τρόπο, του να συνεννοούμαι και να συμπεριφέρομαι με τον κόσμο, και μάλιστα τόσο άπειρο, όπως ήταν οι Χανιώτες που με βοηθήσανε. Αλλά από την πρώτη μέρα διαπίστωσα, αισθάνθηκα, ότι δεν είχαν έρθει απλώς για να περάσουν την ώρα τους. Κι αυτοί είχαν εμπειρίες από το δικό τους νησί, είχαν ανάγκη να με βοηθήσουνε, να με αγαπήσουνε. Έτσι γίνονται οι ταινίες, τουλάχιστον οι δικές μου.
Βεβαίως υπήρχαν σκηνές δύσκολες, όπως ήταν το γλέντι.
Γιατί έμεινα άναυδος όταν διάβασα ότι την παραμονή της εκτέλεσης το βράδυ, σειόταν η φυλακή από αυτό το γλέντι, με κρητικά τραγούδια, ποντιακά, ρουμελιώτικα, όλο το βράδυ ξενυχτήσανε και το πρωί ξυριστήκανε βάλανε τα καλά τους (τι «καλά» δηλαδή, βάλανε ένα καθαρό πουκάμισο) και οδηγηθήκανε στη Καισαριανή, στο απόσπασμα.
«Η αγάπη μεταμορφώνει ακόμα και τη θυσία σε χαρά» έχει πει ο Βίκτωρ Ουγκώ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θυσιαστήκανε, τελικά…
Έτσι είναι, αλλά στη δική μου τη δουλειά, αυτό, μία τέτοια τοποθέτηση πρέπει να γίνει και πραγματικότητα. Η δυσκολία στην τέχνη, και στη λογοτεχνία, και στη μουσική, στη ζωγραφική, και στον κινηματογράφο, είναι αυτό το αίσθημα αφηρημένο, γενικό, πρέπει να μεταφραστεί και να πάρει σάρκα και οστά. Αυτό είναι το ζόρι.
Αυτή, λοιπόν, ήταν μια δύσκολη σκηνή. Ήξερα ότι ήταν δύσκολες σκηνές, αλλά ήταν ένα πανηγύρι αυτές οι τρεις νύχτες, που περάσαμε από τις 4 το μεσημέρι με πρόβες, και μετά μέχρι τις 5 το πρωί δουλεύοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας. Δεν αισθάνθηκα σαν μία κινηματογραφική διαδικασία, αλλά σαν ένα, πραγματικά, δώρο που μου κάνανε οι άνθρωποι. Και βεβαίως η σκηνή της εκτέλεσης. Η εκτέλεση ήταν ένα στοίχημα. Η τελική σκηνή στην Καισαριανή. Αλλά επειδή πάντα έχω πολύ καλούς συνεργάτες, μαζί όλοι φανταστήκαμε, πως περίπου θα ήταν δυνατόν να γίνει, και έγινε.
Ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης είπε πρόσφατα, πως τα μεγάλα αφηγήματα, οι μεγάλες ιδεολογίες μας τελειώσανε, και πλέον πρέπει να ανακαλύψουμε τα μικροαφηγήματα, τις ιστορίες των ανθρώπων.
Πολύ σωστό είναι αυτό που λέει ο Νάνος ο Βαλαωρίτης. Έτσι είναι. Ξέρετε τι λέω πολλές φορές στα παιδιά που τους διδάσκω, ότι οι ιστορίες είναι μέσα στο μετρό, είναι τα μάτια του απέναντι που κάθεται, είναι στη λαϊκή αγορά. Θεωρώ, δηλαδή, ότι αν υπάρχει πρώτο προτέρημα, στην ευαισθησία του σκηνοθέτη, είναι να βρίσκεται στο δρόμο. Οι ιστορίες είναι έξω από το σπίτι, έξω από τον καναπέ, έξω από το κομπιούτερ, έξω στο δρόμο.
«Όλα είναι δρόμος»;
Επειδή τώρα μεγάλωσα και κάνω και γω, έτσι, κάποια στιγμή, τον απολογισμό μου, από πολύ μικρός, από 25 χρονών που έκανα την πρώτη μου ταινία «Τζίμης ο Τίγρης», και επειδή άρεσε πολύ αυτή η ταινία, είχα την τύχη να συναντήσω ότι πιο σημαντικό έβγαλε αυτός ο τόπος. Από τον Κουν, μέχρι τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη. Και επειδή ήταν και διαφορετικές οι συνθήκες τότε, υπήρχε χρόνος να συναντηθούν αυτοί οι άνθρωποι, κι αν σε συμπαθούσανε μπορούσες να είσαι στην παρέα τους, και ήμουν μέσα σε τέτοιες παρέες. Θα σας εξομολογηθώ, ότι δεν καταλάβαινα και πολλά από αυτά που λέγανε. Όταν έφευγα έλεγα, ακόμα κι ένα 10% να κρατήσω, κάτι θα με βοηθήσει στη δική μου την πορεία.
Αυτό που εισπράξαμε πάντως, μέσα από την Αντίσταση όλων των κομμουνιστών τη δεκαετία του 1940, και μέσα από τη θυσία τους, είναι αγάπη. Κι αυτό τους το οφείλουμε.
Για όλους τους ανθρώπους, είτε ανήκανε σε συγκεκριμένα κόμματα, γιατί αν διαβάσει κάποιος, και είναι πραγματικά εμπειρία ζωής να ασχοληθεί κάποιος με την Κατοχή… Ε, από το 1941 υπήρχαν άνθρωποι που αντιδράσανε. Συγκλονίστηκα όταν διάβασα ότι με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, την ίδια μέρα αυτοκτόνησε η Πηνελόπη Δέλτα, η Λέλα Καραγιάννη. Πρόσωπα που συνάντησα μέσα από έρευνα: Το Νίκο Σκαλκώτα, το Γιώργο Οικονομίδη. Πρόσωπα που τα ήξερα, απλώς, και δε φανταζόμουνα ότι θα είχανε συμμετοχή. Αλλά πολύς κόσμος. Νέα παιδιά. Δεκατεσσάρων χρονών, δεκατριών χρονών. Που τώρα φοβάται η οικογένεια να τα στείλει να πάρουν μια εφημερίδα από το περίπτερο, κι εκείνα ήταν στο δρόμο.
Και μάλιστα, επειδή το ’41 ήταν η φρικτότερη περίοδος της Κατοχής στην Αθήνα, από θανάτους, βρήκα μία έρευνα ενός γερμανού στρατιωτικού αξιωματούχου, που έλεγε ότι μ’ αυτά που έχει περάσει η Αθήνα το ’41 αποκλείεται να υπάρξει οποιαδήποτε αντίδραση, αντίσταση. Και το ’42 έγινε ο χαμός! Δηλαδή το ΕΑΜ, και άλλες οργανώσεις.
Τι ακούτε, τι σας λέει ο κόσμος που βλέπει το «Τελευταίο σημείωμα»;
Η ταινία κλείνει μία εβδομάδα προβολών, που είναι και το καθοριστικό στάδιο μιας τέτοια προσπάθειας, γιατί τις ταινίες δεν τις κάνω για τον εαυτό μου. Τις κάνω από μία ανάγκη επικοινωνίας, ξεκινώντας από την ανάγκη μου να καταλάβω αυτόν τον τόπο, να καταλάβω τους ανθρώπους, όλα αυτά τα χρόνια.
Το στάδιο της προετοιμασίας μιας ταινίας, τα γυρίσματα, είναι χρονοβόρα και αγχωτικά, αλλά όταν τελειώνει το φιλμ, αναμένεις τον συνδημιουργό, δηλαδή τον θεατή. Γιατί ένα έργο τέχνης δεν είναι για τον ίδιο τον δημιουργό, αλλά είναι κάτι για να συνομιλήσεις.
Κι αυτό που αποκομίζω τώρα που παίζεται η ταινία, ξεκινώντας από τους κινηματογράφους -έχω τσεκάρει πια με τα χρόνια τι σημαίνει να προβάλλεται μια ταινία στον κινηματογράφο- πάλι βλέπω τον κόσμο να τρέχει στο ταμείο για να μπει στην αίθουσα, ακούω τους ταξιθέτες ότι έχει γεμίσει η αίθουσα αλλά μόνο στην πρώτη σειρά υπάρχουν κενές θέσεις, όπου είναι και οι πιο ακατάλληλες θέσεις για να καθίσει κάποιος, όμως μπαίνουν μέσα. Στη διάρκεια της ταινίας που είναι δύο ώρες, επικρατεί απόλυτη σιωπή και δεν βγαίνει κανένας. Και το συγκλονιστικό είναι ότι μένουν και 3-4 λεπτά που διαρκούν οι τίτλοι του τέλους. Και ακούω ότι χειροκροτούν.
Ντρέπομαι που τα λέω αυτά, αλλά επειδή είναι η διαδικασία της δουλειάς μου, λέω μέσα μου…
Ποιό θα ήταν το δικό σας τελευταίο σημείωμα, για το «Τελευταίο σημείωμα»;
Αν μπορούσα να δώσω, εγώ, ένα τελευταίο σημείωμα, θα ήταν, να αγαπάμε αυτόν τον τόπο, να αγαπάμε τη ζωή, να μη δεχόμαστε σιωπηρά την καθημερινότητα. Δεν ξέρω πώς να το πω, πως να δώσω μορφή στην αντίσταση -αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τέτοια λέξη- αλλά πάντα υπάρχει η ελπίδα. Και η ελπίδα, νομίζω, είναι τα νιάτα, είναι τα νέα παιδιά. Το τελευταίο σημείωμα… Αγώνας και αξιοπρέπεια, μπορώ να πω. Δυο τέτοιες λέξεις. από iskra
Και βέβαια από τότε, διαβάζοντας με μανία τη νεώτερη ελληνική ιστορία για να καταλάβω τι είχε συμβεί, τον «συνάντησα» πολύγλωσσο, με πέντε γλώσσες, διερμηνέα από το 1936, φυλακισμένο, εξόριστο, και στο τραγικό φινάλε -τον Απρίλη του ’44- στο Χαϊδάρι, με τη συγκλονιστική αυτή ιστορία, που αρνήθηκε να εξαιρεθεί από τους διακόσιους, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία.
Λοιπόν, όλο αυτό το υλικό, όλη αυτή η εμπειρία, ήθελα να μεταφερθεί στην οθόνη του κινηματογράφου, είχα την ανάγκη να την κάνω ταινία. Τώρα, αν συμπίπτει με μία εποχή σιωπής, μια εποχή ιδιαίτερη, που ο κόσμος ανέχεται όλη αυτή την συνθήκη ζωής όπως τη βιώνουμε όλοι; Συνειδητά, δεν έκανα την ταινία για να πω «Να, ποια είναι τα παλικάρια!», αλλά μπορεί να παίζει και κάποιο τέτοιο ρόλο η ταινία. Δηλαδή, να έρχεται να μιλήσει σε μια εποχή αφασίας, για τη στάση ανθρώπων που τόλμησαν.
Τι συμβαίνει τώρα στο μυαλό ενός σκηνοθέτη; Είναι μια περιπέτεια πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί η δουλειά μου είναι κάτι να ανακαλύπτω, κι αυτό σιγά σιγά να παίρνει μια μορφή μέσα στο μυαλό μου, και μετά ν’ αρχίζω να ξεχωρίζω τις ιδέες που επιμένουν περισσότερο. Τον Ναπολέοντα ήθελα από νωρίτερα να τον κάνω ταινία. Δηλαδή πριν από τη “Μικρά Αγγλία”, ήδη, είχα φτάσει στο τέλος της έρευνας, αλλά μετά είναι κάτι που σε οδηγεί, γιατί δεν υπάρχουν και εκείνες οι συνθήκες παραγωγής στην Ελλάδα, για να ξέρεις εκ των προτέρων ότι αυτό που σε συγκινεί θα μπορέσει να γίνει ταινία. Όμως αισθανόμουν, όπως σας το λέω, ότι έχω ανάγκη, εγώ, να συναντήσω -μέσα από τις εικόνες μου- τον Ναπολέοντα και τους διακόσιους.
Βασίζεστε στον άνθρωπο για να αναδείξετε το ιστορικό γεγονός;
Σε όλες μου τις ταινίες το κάνω αυτό. Για παράδειγμα στα “Πέτρινα χρόνια”, μου διηγήθηκε η Ιωάννα ένα βράδυ την ιστορία της Ελένης και του Μπάμπη Γκολεμά, κι όταν τέλειωσε την αφήγησή της, από εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι θα κάνω ταινία. Ήθελα να μιλήσω γι’ αυτούς τους ανθρώπους, και για τους πολιτικές τους επιλογές, αλλά και για την ανθρώπινη εμπειρία τους, για τη δύναμή τους, για την ανάγκη τους να αγαπήσουν, να ερωτευτούν, να ζήσουνε.
Οι άνθρωποι, κι επειδή τους γνώρισα λίγο πολύ κι εγώ για ένα μικρό διάστημα που υπήρξα εξόριστος στη Γυάρο στο τέλος της δικτατορίας, συνάντησα βετεράνους οι οποίοι μάλιστα ορισμένοι είχαν χτίσει και τη φυλακή, που ήταν κανονικοί άνθρωποι με ελπίδες, με ανάγκες, με μνήμες, με νοσταλγίες, με χιούμορ.
Δεν μπορώ, είναι αδιανόητο για μένα να κάνω κάτι το οποίο να κραυγάζει, να σηκώνει μια σημαία, ντε και καλά. Αυτά τα θεωρώ αδυναμίες.
Το φιλμ λοιπόν βασίζεται σε σπάνια ντοκουμέντα. Και θέλω να μνημονεύσω το πρώτο βιβλίο που διάβασα, απολύτως ολοκληρωμένο, για πρόσωπα, πράγματα, συνθήκες ζωής, που ήταν το βασικό πολύτιμο βοήθημα, ενός γιατρού που λεγόταν Αντώνης Φλούτζης, ο οποίος υπήρξε κι αυτός κρατούμενος από το 1936, στην Ακροναυπλία και στο Χαϊδάρι στη συνέχεια. Σε αυτό το βιβλίο βασίστηκα. Από εκεί και πέρα, όμως, η ταινία δεν είναι ντοκυμαντέρ, δεν είναι εικόνες που κάπου τις βρήκα, που σημαίνει ότι οι εικόνες, πρέπει να αποκτήσουν θέρμη, συγκίνηση, ελπίδα ή βία. Αυτό είναι το φιλμ.
Σε ποιες στιγμές δώσατε μεγαλύτερο βάρος;
Κάθε εικόνα, ο κινηματογραφιστής οφείλει να είναι όπως και οι υπόλοιπες. Κάθε εικόνα συνδέεται με την προηγούμενη και με την επόμενη και η αφήγηση είναι δημιουργική και αναπτύσσεται επειδή προσέχεις να μη χάσεις κάτι, να μη βιαστείς.
Βεβαίως, υπάρχουν στιγμές στην ταινία που είναι πολυπρόσωπες, όπως εκεί στο θάλαμο των κρατουμένων που ήταν 80-90άτομα κάθε μέρα, που ήταν οι περισσότερες σκηνές. Ή αυτό που συνέβη πέρα από το δικό μου τρόπο, του να συνεννοούμαι και να συμπεριφέρομαι με τον κόσμο, και μάλιστα τόσο άπειρο, όπως ήταν οι Χανιώτες που με βοηθήσανε. Αλλά από την πρώτη μέρα διαπίστωσα, αισθάνθηκα, ότι δεν είχαν έρθει απλώς για να περάσουν την ώρα τους. Κι αυτοί είχαν εμπειρίες από το δικό τους νησί, είχαν ανάγκη να με βοηθήσουνε, να με αγαπήσουνε. Έτσι γίνονται οι ταινίες, τουλάχιστον οι δικές μου.
Βεβαίως υπήρχαν σκηνές δύσκολες, όπως ήταν το γλέντι.
Γιατί έμεινα άναυδος όταν διάβασα ότι την παραμονή της εκτέλεσης το βράδυ, σειόταν η φυλακή από αυτό το γλέντι, με κρητικά τραγούδια, ποντιακά, ρουμελιώτικα, όλο το βράδυ ξενυχτήσανε και το πρωί ξυριστήκανε βάλανε τα καλά τους (τι «καλά» δηλαδή, βάλανε ένα καθαρό πουκάμισο) και οδηγηθήκανε στη Καισαριανή, στο απόσπασμα.
«Η αγάπη μεταμορφώνει ακόμα και τη θυσία σε χαρά» έχει πει ο Βίκτωρ Ουγκώ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θυσιαστήκανε, τελικά…
Έτσι είναι, αλλά στη δική μου τη δουλειά, αυτό, μία τέτοια τοποθέτηση πρέπει να γίνει και πραγματικότητα. Η δυσκολία στην τέχνη, και στη λογοτεχνία, και στη μουσική, στη ζωγραφική, και στον κινηματογράφο, είναι αυτό το αίσθημα αφηρημένο, γενικό, πρέπει να μεταφραστεί και να πάρει σάρκα και οστά. Αυτό είναι το ζόρι.
Αυτή, λοιπόν, ήταν μια δύσκολη σκηνή. Ήξερα ότι ήταν δύσκολες σκηνές, αλλά ήταν ένα πανηγύρι αυτές οι τρεις νύχτες, που περάσαμε από τις 4 το μεσημέρι με πρόβες, και μετά μέχρι τις 5 το πρωί δουλεύοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας. Δεν αισθάνθηκα σαν μία κινηματογραφική διαδικασία, αλλά σαν ένα, πραγματικά, δώρο που μου κάνανε οι άνθρωποι. Και βεβαίως η σκηνή της εκτέλεσης. Η εκτέλεση ήταν ένα στοίχημα. Η τελική σκηνή στην Καισαριανή. Αλλά επειδή πάντα έχω πολύ καλούς συνεργάτες, μαζί όλοι φανταστήκαμε, πως περίπου θα ήταν δυνατόν να γίνει, και έγινε.
Ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης είπε πρόσφατα, πως τα μεγάλα αφηγήματα, οι μεγάλες ιδεολογίες μας τελειώσανε, και πλέον πρέπει να ανακαλύψουμε τα μικροαφηγήματα, τις ιστορίες των ανθρώπων.
Πολύ σωστό είναι αυτό που λέει ο Νάνος ο Βαλαωρίτης. Έτσι είναι. Ξέρετε τι λέω πολλές φορές στα παιδιά που τους διδάσκω, ότι οι ιστορίες είναι μέσα στο μετρό, είναι τα μάτια του απέναντι που κάθεται, είναι στη λαϊκή αγορά. Θεωρώ, δηλαδή, ότι αν υπάρχει πρώτο προτέρημα, στην ευαισθησία του σκηνοθέτη, είναι να βρίσκεται στο δρόμο. Οι ιστορίες είναι έξω από το σπίτι, έξω από τον καναπέ, έξω από το κομπιούτερ, έξω στο δρόμο.
«Όλα είναι δρόμος»;
Επειδή τώρα μεγάλωσα και κάνω και γω, έτσι, κάποια στιγμή, τον απολογισμό μου, από πολύ μικρός, από 25 χρονών που έκανα την πρώτη μου ταινία «Τζίμης ο Τίγρης», και επειδή άρεσε πολύ αυτή η ταινία, είχα την τύχη να συναντήσω ότι πιο σημαντικό έβγαλε αυτός ο τόπος. Από τον Κουν, μέχρι τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη. Και επειδή ήταν και διαφορετικές οι συνθήκες τότε, υπήρχε χρόνος να συναντηθούν αυτοί οι άνθρωποι, κι αν σε συμπαθούσανε μπορούσες να είσαι στην παρέα τους, και ήμουν μέσα σε τέτοιες παρέες. Θα σας εξομολογηθώ, ότι δεν καταλάβαινα και πολλά από αυτά που λέγανε. Όταν έφευγα έλεγα, ακόμα κι ένα 10% να κρατήσω, κάτι θα με βοηθήσει στη δική μου την πορεία.
Αυτό που εισπράξαμε πάντως, μέσα από την Αντίσταση όλων των κομμουνιστών τη δεκαετία του 1940, και μέσα από τη θυσία τους, είναι αγάπη. Κι αυτό τους το οφείλουμε.
Για όλους τους ανθρώπους, είτε ανήκανε σε συγκεκριμένα κόμματα, γιατί αν διαβάσει κάποιος, και είναι πραγματικά εμπειρία ζωής να ασχοληθεί κάποιος με την Κατοχή… Ε, από το 1941 υπήρχαν άνθρωποι που αντιδράσανε. Συγκλονίστηκα όταν διάβασα ότι με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, την ίδια μέρα αυτοκτόνησε η Πηνελόπη Δέλτα, η Λέλα Καραγιάννη. Πρόσωπα που συνάντησα μέσα από έρευνα: Το Νίκο Σκαλκώτα, το Γιώργο Οικονομίδη. Πρόσωπα που τα ήξερα, απλώς, και δε φανταζόμουνα ότι θα είχανε συμμετοχή. Αλλά πολύς κόσμος. Νέα παιδιά. Δεκατεσσάρων χρονών, δεκατριών χρονών. Που τώρα φοβάται η οικογένεια να τα στείλει να πάρουν μια εφημερίδα από το περίπτερο, κι εκείνα ήταν στο δρόμο.
Και μάλιστα, επειδή το ’41 ήταν η φρικτότερη περίοδος της Κατοχής στην Αθήνα, από θανάτους, βρήκα μία έρευνα ενός γερμανού στρατιωτικού αξιωματούχου, που έλεγε ότι μ’ αυτά που έχει περάσει η Αθήνα το ’41 αποκλείεται να υπάρξει οποιαδήποτε αντίδραση, αντίσταση. Και το ’42 έγινε ο χαμός! Δηλαδή το ΕΑΜ, και άλλες οργανώσεις.
Τι ακούτε, τι σας λέει ο κόσμος που βλέπει το «Τελευταίο σημείωμα»;
Η ταινία κλείνει μία εβδομάδα προβολών, που είναι και το καθοριστικό στάδιο μιας τέτοια προσπάθειας, γιατί τις ταινίες δεν τις κάνω για τον εαυτό μου. Τις κάνω από μία ανάγκη επικοινωνίας, ξεκινώντας από την ανάγκη μου να καταλάβω αυτόν τον τόπο, να καταλάβω τους ανθρώπους, όλα αυτά τα χρόνια.
Το στάδιο της προετοιμασίας μιας ταινίας, τα γυρίσματα, είναι χρονοβόρα και αγχωτικά, αλλά όταν τελειώνει το φιλμ, αναμένεις τον συνδημιουργό, δηλαδή τον θεατή. Γιατί ένα έργο τέχνης δεν είναι για τον ίδιο τον δημιουργό, αλλά είναι κάτι για να συνομιλήσεις.
Κι αυτό που αποκομίζω τώρα που παίζεται η ταινία, ξεκινώντας από τους κινηματογράφους -έχω τσεκάρει πια με τα χρόνια τι σημαίνει να προβάλλεται μια ταινία στον κινηματογράφο- πάλι βλέπω τον κόσμο να τρέχει στο ταμείο για να μπει στην αίθουσα, ακούω τους ταξιθέτες ότι έχει γεμίσει η αίθουσα αλλά μόνο στην πρώτη σειρά υπάρχουν κενές θέσεις, όπου είναι και οι πιο ακατάλληλες θέσεις για να καθίσει κάποιος, όμως μπαίνουν μέσα. Στη διάρκεια της ταινίας που είναι δύο ώρες, επικρατεί απόλυτη σιωπή και δεν βγαίνει κανένας. Και το συγκλονιστικό είναι ότι μένουν και 3-4 λεπτά που διαρκούν οι τίτλοι του τέλους. Και ακούω ότι χειροκροτούν.
Ντρέπομαι που τα λέω αυτά, αλλά επειδή είναι η διαδικασία της δουλειάς μου, λέω μέσα μου…
Ποιό θα ήταν το δικό σας τελευταίο σημείωμα, για το «Τελευταίο σημείωμα»;
Αν μπορούσα να δώσω, εγώ, ένα τελευταίο σημείωμα, θα ήταν, να αγαπάμε αυτόν τον τόπο, να αγαπάμε τη ζωή, να μη δεχόμαστε σιωπηρά την καθημερινότητα. Δεν ξέρω πώς να το πω, πως να δώσω μορφή στην αντίσταση -αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τέτοια λέξη- αλλά πάντα υπάρχει η ελπίδα. Και η ελπίδα, νομίζω, είναι τα νιάτα, είναι τα νέα παιδιά. Το τελευταίο σημείωμα… Αγώνας και αξιοπρέπεια, μπορώ να πω. Δυο τέτοιες λέξεις. από iskra