του Γ. Βεργόπουλου
Οι απόψεις που υποστηρίζουν την απόρριψη της συμφωνίας με τους δανειστές και την επιστροφή στη δραχμή, στηρίζονται οι περισσότερες σε μια βασική προϋπόθεση. Την μονομερή άρνηση /διαγραφή /κούρεμα του χρέους. Μονομερή, δηλαδή χωρίς συναίνεση των πιστωτών αλλά μέσα από ρήξη με αυτούς. Παρά το ότι αυτό συνήθως δεν δηλώνεται ξεκάθαρα, αποτελεί το μόνο τυπικά λογικό (αν και πολιτικά ανέφικτο) θεμέλιο του θεωρητικού οικοδομήματος.
Στην ουσία, αυτή η θέση για μονομερή άρνηση πληρωμών του χρέους είναι η πραγματική αντιπρόταση στην συμφωνία και όχι η επιστροφή στη δραχμή. Η έξοδος από το Ευρώ είτε προκύπτει σαν αναγκαστικό αποτέλεσμα της άρνησης πληρωμών είτε στηρίζεται στα υποτιθέμενα οφέλη της.
Χωρίς αυτή την φαντασιακή άρνηση του χρέους (υποτίθεται μέσα σε μια νύχτα και με απόφαση μόνον της ελληνικής πλευράς), το σενάριο της δραχμής προϋποθέτει σκληρό και πολυετές μνημόνιο. Γιατί με την δραχμή υποτιμημένη κατά 25% (συντηρητικός υπολογισμός προφανώς) και μια νέα σωρευτική ύφεση λόγω της αποχώρησης από το Ευρώ 20% (κι αυτό συντηρητικό), το χρέος θα ανέλθει άμεσα στο 280% του ΑΕΠ.
Αντί λοιπόν να ασχολούμαστε περισσότερο με ασκήσεις επί χάρτου για το πώς θα κυμαινόταν η ισοτιμία ενός εθνικού μας νομίσματος και ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ σε πρώτο και δεύτερο χρόνο, ας εξετάσουμε κατά πόσον ισχύει η βασική προϋπόθεση του σεναρίου, δηλαδή αν είναι εφικτή η μονομερής άρνηση του χρέους. Η διαγραφή ή το «κούρεμα» μέρους του χρέους αποτελεί βεβαίως προγραμματική στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ και επίσης είναι θέση της κυβέρνησης. Ο μονομερής όμως χαρακτήρας αυτού του «κουρέματος», η άρνηση πληρωμών ως χρεοκοπία, δεν ήταν ούτε προεκλογική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ούτε δέσμευση ή διακηρυγμένη πρόθεση της κυβέρνησης.