Ο πρόσφυγας από το Αφγανιστάν που κατάφερε να μπει στο Πανεπιστήμιο με μόλις τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα
«Πώς τα κατάφερα να μπω Πανεπιστήμιο με μόλις τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα; Μα το ήθελα πραγματικά. Το είχα βάλει σκοπό. Όχι για να βρω δουλειά, ούτε για να βγάλω λεφτά. Ήθελα να μορφωθώ για να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου και τη ζωή μου». Αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας για τον 25χρονο Χαμίντ από το Αφγανιστάν, κάτοικο πλέον Θεσσαλονίκης, αναγνωρισμένο πρόσφυγα και τριτοετή φοιτητή στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
«Για σένα που είσαι πρόσφυγας, είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Πρέπει να προσπαθήσεις διπλά», ήταν μια από τις πολλές συμβουλές που του είχε δώσει η νέα «μαμά» που βρήκε στην Ελλάδα, η κ. Αγγελική. Σ’ελληνικό σχολείο πρωτοπήγε ο Χαμίντ το 2007, αιτών άσυλο τότε, χωρίς να γνωρίζει καθόλου τη γλώσσα. «Στην αρχή μου φαινόντουσαν όλα ίδια: ιστορία, μαθηματικά, νέα ελληνικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα.», λέει γελώντας ο Χαμίντ – ή αλλιώς «Ινδιάνος», όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του. Σιγά-σιγά, όμως, χάρη και στη βοήθεια ορισμένων καθηγητών του, κατόρθωσε όχι μόνο να είναι σε θέση να παρακολουθεί τα μαθήματα αλλά και να αριστεύσει τις επόμενες χρονιές στο Λύκειο.
Τα σχολικά χρόνια δεν ήταν εύκολα. Η καθημερινότητά σκληρή. Σηκωνόταν κάθε πρωί στις 5.30 για να πιάσει δουλειά, τελείωνε σ τις 16.00 και ξανάφευγε για το νυχτερινό από τις 19.00 μέχρι τις 23.00. Για φροντιστήριο ούτε λόγος. Ευτυχώς, με τα μαθήματα τον βοήθησαν κάποιοι φίλοι του από το Στέκι Μεταναστών και με όλα τα υπόλοιπα η κ. Αγγελική. Του μαγείρευε και του καθάριζε το σπίτι για να του μένει χρόνος να διαβάσει, τον βοηθούσε με το ενοίκιο για να μην έχει επιπλέον άγχος και τον έπαιρνε καθημερινά τηλέφωνο για να τον ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι, αλλά και για να τον «μαλώσει» όταν έβλεπε ότι ο Χαμίντ παραμελούσε τα μαθήματά του. «Ό,τι κάνουν όλες οι μαμάδες με τα παιδιά τους, δηλαδή», προσθέτει αστειευόμενος ο Χαμίντ.
Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν έμαθε τα νέα της εισαγωγής του στο Πανεπιστήμιο ήταν να πάρει τηλέφωνο την – πραγματική – μαμά του στο Αφγανιστάν. Έχει να τη δει από τότε που ήταν 14 ετών, όπως και την υπόλοιπη οικογένειά του, τον πατέρα του και τα δύο μικρότερα αδέλφια του. Η οικογένειά του – που ανήκει στη φυλή Χαζάρα – ζούσε υπό τη συνεχή απειλή των Ταλιμπάν, ώσπου μια μέρα προσπάθησαν να σκοτώσουν τον Χαμίντ με αυτοκίνητο. «Με χτύπησαν μόνο στο πόδι, ευτυχώς, αλλά οι γονείς μου φοβήθηκαν πολύ για τη ζωή μου, κι έτσι με έστειλαν στον Ιράν», θυμάται ο Χαμίντ. «Στην αρχή έκλαιγα συνέχεια. Μου έλειπαν οι δικοί μου. Με πονούσε πάρα πολύ που ήμουν μόνος μου». Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν κι εκεί, ο Χαμίντ πήρε τον δρόμο για την Ευρώπη.
Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν έμαθε τα νέα της εισαγωγής του στο Πανεπιστήμιο ήταν να πάρει τηλέφωνο την – πραγματική – μαμά του στο Αφγανιστάν. Έχει να τη δει από τότε που ήταν 14 ετών, όπως και την υπόλοιπη οικογένειά του, τον πατέρα του και τα δύο μικρότερα αδέλφια του. Η οικογένειά του – που ανήκει στη φυλή Χαζάρα – ζούσε υπό τη συνεχή απειλή των Ταλιμπάν, ώσπου μια μέρα προσπάθησαν να σκοτώσουν τον Χαμίντ με αυτοκίνητο. «Με χτύπησαν μόνο στο πόδι, ευτυχώς, αλλά οι γονείς μου φοβήθηκαν πολύ για τη ζωή μου, κι έτσι με έστειλαν στον Ιράν», θυμάται ο Χαμίντ. «Στην αρχή έκλαιγα συνέχεια. Μου έλειπαν οι δικοί μου. Με πονούσε πάρα πολύ που ήμουν μόνος μου». Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν κι εκεί, ο Χαμίντ πήρε τον δρόμο για την Ευρώπη.
«Κωπηλατούσα με όλη μου τη δύναμη. Αυτό που μου έδινε κουράγιο ήταν αυτό το 13χρονο αγόρι. ‘Αν πέσω στη θάλασσα, θα με σώσεις;’ Με ρωτούσε συνέχεια. »
Ήταν ήδη 17 ετών. Τότε ήταν η δεύτερη φορά που ήρθε πολύ κοντά στο θάνατο, στην προσπάθειά του να περάσει με βάρκα από τις τουρκικές ακτές στη Σάμο. Δεν είχε δει ποτέ θάλασσα στη ζωή του και παρόλο που ήξερε κολύμπι, τα κύματα που αντίκρισε τον τρομοκράτησαν. Κανείς από τους υπόλοιπους πέντε συμπατριώτες του πάνω στη βάρκα, μεταξύ των οποίων κι ένα μικροκαμωμένο αγόρι 13 ετών, δεν ήξερε να κολυμπάει. Όταν τα κύματα άρχισαν να δυναμώνουν και τα κουπιά της βάρκας να σπάνε το ένα μετά το άλλο, επικράτησε πανικός. Άλλος έκλαιγε, άλλος έκανε έμετο, άλλος είχε σταυρώσει τα χέρια και προσευχόταν. «Τα δικά μου κουπιά ήταν τα μοναδικά που είχαν απομείνει γερά. Κωπηλατούσα με όλη μου τη δύναμη. Αυτό που μου έδινε κουράγιο ήταν αυτό το 13χρονο αγόρι. ‘Αν πέσω στη θάλασσα, θα με σώσεις;’ Με ρωτούσε συνέχεια. ‘Όσο ζω εγώ, μη φοβάσαι’, του έλεγα. Με τον μικρό, τον Μοχάμεντ, είμαστε φίλοι μέχρι σήμερα», αναφέρει ο Χαμίντ.
«Εντάξει, πέρασε κι αυτό», λέει ο Χαμίντ, που προτιμά να βλέπει μπροστά κι όχι πίσω. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει μόνο όταν μιλάει για τη χώρα του, το Αφγανιστάν. Τη Θεσσαλονίκη την αγαπάει πολύ, αλλά αν μπορούσε, θα γύριζε πίσω, χωρίς δεύτερη σκέψη. «Ε, η πατρίδα είναι πάντα πατρίδα. Είναι ωραία χώρα το Αφγανιστάν, έχει όμορφα τοπία, φυσικό πλούτο, ψηλά βουνά. Μόνο ειρήνη δεν έχει…». unhcr.gr