Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Οι «άνεργοι και πικραμένοι»

Tου Πασχου Μανδραβελη

Με τον καλύτερο τρόπο συνόψισε τη σύγκρουση της κοινωνίας με τους ιδιοκτήτες ταξί ο αντιπρόεδρος του σωματείου Θεσσαλονίκης. «Δεν γίνεται», είπε χθες στον ΣΚΑΪ, «να μπορεί κάθε άνεργος και κάθε πικραμένος να βγάζει μια άδεια ταξί!»
Ακριβώς εκεί βρίσκεται ένα θέμα αρχής μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Να μπορεί κάθε «άνεργος και πικραμένος» να κάνει τη δουλειά που θέλει. Να μπορεί να γίνει γιατρός, αν σπουδάσει Ιατρική, ή ιδιοκτήτης ταξί αν έχει τα τυπικά προσόντα. Τα πληθυσμιακά κριτήρια, που υποκριτικά πολλοί ψηφοθήρες θέτουν, δεν είναι παρά ο ευφημισμός του αποκλεισμού των «ανέργων και πικραμένων» αυτής της κοινωνίας. Σύμφωνα με τη λογική τους, όσοι βολεύτηκαν -είτε γιατί είχαν μπάρμπα στην Κορώνη, είτε έδωσαν «μαύρα» κάτω από το τραπέζι- βολεύτηκαν. Οι υπόλοιποι δεν θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα, ούτε καν να δοκιμάσουν. Στα φυσιολογικά εμπόδια (που έχει η έναρξη ενός επαγγέλματος) ή στα γραφειοκρατικά αναχώματα (που βάζει το κράτος κατά την έναρξη μιας επιχείρησης) πρέπει να προστεθεί και το νταβατζιλίκι των μαντράδων που εμπορεύονται τις άδειες. Δηλαδή, οι «άνεργοι και πικραμένοι αυτής» της κοινωνίας πρέπει να πληρώσουν και εισιτήριο εισόδου για να κάνουν την δουλειά που θέλουν.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή την πρόταση αποκλεισμού ασπάζονται όλοι οι «κοινωνικά ευαίσθητοι», αυτοί που χύνουν με κάθε ευκαιρία μαύρο δάκρυ για την ανεργία των νέων· από τον κ. Φώτη Κουβέλη της Δημοκρατικής Αριστεράς, μέχρι τον κ. Τσίπρα του ΣΥΡΙΖΑ, την κ. Τόνια Αντωνίου του ΠΑΣΟΚ (μαζί της και η πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστική» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ που όσο περνά ο καιρός γίνεται βαθιά αναχρονιστική) συν τον κ. Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος μεταμορφώνει σιγά σιγά τη Ν.Δ. σε εκφραστή όλων των κοτζαμπάσηδων της ελληνικής κοινωνίας.
Ενα από τα επιχειρήματα όσων δεν θέλουν να ζυμώσουν είναι ο χρόνος κοσκινίσματος. Αφού πέρασε μια εικοσαετία συζητώντας το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, το επιχείρημα που τώρα ορθώνεται είναι ότι δεν έγινε επαρκής διάλογος για το θέμα.
Βέβαια, ο διάλογος έγινε το ιερό δισκοπότηρο της ελληνικής πολιτικής. Ολοι οι ψηφοθήρες, που δεν θέλουν να κάνουν κάτι, ανοίγουν διαδικασίες για εθνικό κουβεντολόι. Διαβουλεύονται με φορείς, ξανασυζητάνε για να αποφασίσουν ότι δεν θα αλλάξουν τίποτε. Κάπως έτσι δεν διαβουλεύτηκε το Ασφαλιστικό ο κ. Ρέππας, μετά την αποτυχημένη απόπειρα μεταρρύθμισης Γιαννίτση; Ε, κατά τον ίδιο τρόπο διαβουλεύτηκε και το μη-άνοιγμα των αδειών ταξί. Κράτησε τον πυρήνα της υπάρχουσας κατάστασης και τον σέρβιρε με μπόλικη μεταρρυθμιστική ρητορεία, ελπίζοντας ότι θα κοροϊδέψει τους κουτόφραγκους. Οπως ακριβώς η μη- μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού έσκασε στα μούτρα μας (και σήμερα το πληρώνουμε με δυσβάστακτο τόκο) έτσι ακριβώς σκάνε στα μούτρα μας και το μισάνοιγμα των φαρμακείων που έκανε ο κ. Λοβέρδος ή του δικηγορικού επαγγέλματος που έκανε ο κ. Καστανίδης.
Επιπλέον: στην περίπτωση των ταξί τι ακριβώς πρέπει να συζητήσουμε; Πόσους «άνεργους και πικραμένους» θα αποκλείσουμε; Κι αν τεθούν πληθυσμιακά κριτήρια στα ταξί, γιατί να μην μπουν και στα σουβλατζίδικα; Οσοι έχουν κομμωτήρια είναι παιδιά ενός κατώτερου κράτους; Δεν δικαιούνται προστασίας από τον ανταγωνισμό;
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_2_03/08/2011_1295926