Συντάκτης: Τάσης Παπαϊωάννου*
Είναι ένα απ’ αυτά τα μαγευτικά δειλινά της άνοιξης. Ο ουρανός στην κυριολεξία μοιάζει να έχει αρπάξει φωτιά. Εχει γίνει κατακόκκινος, ενώ στο βάθος του ορίζοντα, όσο περνάει η ώρα, τα σύννεφα σε επάλληλες στρώσεις, σιγοκαίνε, αλλάζοντας σταδιακά αποχρώσεις και γίνονται μαβιά. Ο Σαρωνικός εκτείνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου, σαν πεδιάδα στρωμένη παντού με αστραφτερό ασήμι.
Τα βουνά της Σαλαμίνας, μια σκουρόχρωμη κορυφογραμμή, προβάλλουν έντονα στο φωτεινό φόντο του ουρανού και της θάλασσας. Στα αριστερά η Αίγινα βάφτηκε μπλε, ενώ ακόμη μακρύτερα, αχνοφαίνονται ξεθωριασμένοι οι ορεινοί όγκοι της Πελοποννήσου.
Η ακτογραμμή της Δραπετσώνας ξετυλίγεται μπροστά σου σαν δαντέλα, γυρίζει προς στα μέσα στο Κερατσίνι για να συνεχίσει στο Πέραμα και να ενωθεί με εκείνη της Σαλαμίνας και της Ψυτάλλειας. Αναρωτιέσαι πόσοι και πόσοι δεν έχουν αγναντέψει στο παρελθόν τούτο τον όμορφο τόπο. Αλλά και πόσο έχει αλλάξει αυτό το τοπίο μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Τα πλοία αγκυροβολημένα αρόδου, περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους για να ξεφορτώσουν το εμπόρευμά τους. Εκεί τα περιμένουν οι τεράστιοι γερανοί της COSCO που σαν υπερμεγέθη έντομα μεταφέρουν ένα ένα τα κοντέινερ στις αποβάθρες. Το βράδυ κάτω από το φως των δυνατών προβολέων μοιάζουν με απόκοσμα όντα, ενός άλλου χρόνου που εγκαταστάθηκαν βίαια στην παραλία, αλλάζοντας άξαφνα την κλίμακα όλου του τοπίου.
Ενα τοπίο βιομηχανικό. Το εργοστάσιο λιπασμάτων, το τσιμεντάδικο της ΑΓΕΤ, οι μεγάλες δεξαμενές καυσίμων, αποτελούσαν για χρόνια ολόκληρα ένα αδιαπέραστο φράγμα για τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών προς τη θάλασσα. Βρίσκονταν δίπλα της, την έβλεπαν μέσα από σιδεριές και συρματοπλέγματα, αλλά τους ήταν αδύνατον να την προσεγγίσουν.
Κι οι ασπροκόκκινες πανύψηλες καμινάδες, ισχυρά τοπόσημα να συμβολίζουν τη βιομηχανική ιστορία της περιοχής, τη μνήμη της. Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Πέραμα. Πιο πίσω η Κοκκινιά, τα Ταμπούρια, τα Μανιάτικα. Οι φτωχογειτονιές του Πειραιά που για δεκαετίες ήταν άρρηκτα δεμένες με τις δουλειές στα εργοστάσια, στα ναυπηγεία, στα διαλυτήρια, στα λιμάνια, στα πλοία.
«Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός» τα σπιτάκια, άλλα προσφυγικά κι άλλα αυθαίρετα πάνω στα βράχια, σκαρφαλωμένα όπως-όπως πάνω στις ανηφορικές πλαγιές του όρους Αιγάλεω. Καμωμένα με φτωχικά υλικά δεύτερης χρήσης ή όπως έλεγε ο Πικιώνης για τους Αθηναίους μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο: «Εκαναν αρχιτεκτονική με ό,τι έβρισκαν τριγύρω». Αρχιτεκτονική βγαλμένη ολόκληρη μέσα από την ανάγκη για αυτοστέγαση, μέσα από την ανάγκη για ζωή.
Σταδιακά μέσα στα χρόνια, τα σπιτάκια με τις αυλές γίνανε πολυκατοικίες με ανήλιους φωταγωγούς, κολλητά η μία στην άλλη. Ο ιστός της πόλης συμπιέστηκε ακόμη περισσότερο, ψήλωσε, γέμισε αυτοκίνητα. Σήμερα ασφυκτιά δίχως ίχνος πρασίνου, ελεύθερων δημόσιων χώρων που να μπορεί κανείς να περπατήσει, να καθίσει και να αναπνεύσει ελεύθερα.
Ανθρωποι που για δεκαετίες μύριζαν τη θάλασσα, αλλά δεν την έβλεπαν, ένιωθαν την αλμύρα της, αλλά τείχη ψηλά και απειλητικά τούς εμπόδιζαν να τη ζυγώσουν. Μόνο κάτι μικρά ταβερνάκια πάνω στο κύμα, μια σταλιά, στριμωγμένα ανάμεσα σε τσιμινιέρες και δεξαμενές, πρόσφεραν κάποτε φρέσκο ψάρι στις παρέες.
Σήμερα, έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες των κατοίκων, φαίνεται πως η έκταση των παλαιών βιομηχανιών δεν θα εκποιηθεί προκειμένου να χτιστεί αλύπητα, όπως τόσες άλλες που θυσιάστηκαν στον βωμό των μνημονίων. Θα δοθεί έτσι, για πρώτη φορά, στους κατοίκους των υποβαθμισμένων αυτών περιοχών του Πειραιά, η δυνατότητα να φτάσουν επιτέλους μέχρι τη θάλασσα.
Να φτάσουν μέχρι τα βράχια της ακτογραμμής, να περπατήσουν δίπλα στο κύμα, να ζήσουν από κοντά τη ζωοποιό θάλασσα, να αφήσουν το βλέμμα τους να χαθεί στο βάθος του ορίζοντα, να χαρούν τα όμορφα δειλινά, να ονειρευτούν ξανά.
Γιατί ο τόπος αυτός φέρει πάνω και μέσα του τη μύχια μνήμη αλλοτινών εποχών, συμβάντων που έλαβαν χώρα εδώ, στα ίδια βράχια, στην ίδια θάλασσα. Περπατάμε πάνω σε αμέτρητα χνάρια, πάνω σε διασκελισμούς προγόνων που άφησαν πάνω στη γη τα αόρατα σημάδια της δικής τους ζωής. Με τη φαντασία μας προσπαθούμε να υφάνουμε τον ιστό μιας αρχέγονης μνήμης που η λήθη ροκανίζει ακατάπαυστα, πιστοποιώντας τη θνητότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Της ανθρώπινης ιστορίας που γράφεται και σβήνεται διαρκώς πάνω σ’ αυτόν τον τόπο. Σ’ έναν τόπο όπου ο απόηχος ενός μακρινού και λησμονημένου παρελθόντος συνυπάρχει μυστηριωδώς μ’ ένα άγνωστο και απροσδιόριστο μέλλον. Και εκεί ακριβώς έγκειται η δική μας ευθύνη. Να παραδώσουμε αυτόν τον τόπο στις μελλοντικές γενιές όχι μόνον με το αποτύπωμα της δικής μας εποχής, αλλά ει δυνατόν κατάφορτο με όλα εκείνα που τον συγκροτούν, τον καθορίζουν και εν τέλει τον μνημονεύουν.
*Αρχιτέκτων-Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ πηγή
Είναι ένα απ’ αυτά τα μαγευτικά δειλινά της άνοιξης. Ο ουρανός στην κυριολεξία μοιάζει να έχει αρπάξει φωτιά. Εχει γίνει κατακόκκινος, ενώ στο βάθος του ορίζοντα, όσο περνάει η ώρα, τα σύννεφα σε επάλληλες στρώσεις, σιγοκαίνε, αλλάζοντας σταδιακά αποχρώσεις και γίνονται μαβιά. Ο Σαρωνικός εκτείνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου, σαν πεδιάδα στρωμένη παντού με αστραφτερό ασήμι.
Τα βουνά της Σαλαμίνας, μια σκουρόχρωμη κορυφογραμμή, προβάλλουν έντονα στο φωτεινό φόντο του ουρανού και της θάλασσας. Στα αριστερά η Αίγινα βάφτηκε μπλε, ενώ ακόμη μακρύτερα, αχνοφαίνονται ξεθωριασμένοι οι ορεινοί όγκοι της Πελοποννήσου.
Η ακτογραμμή της Δραπετσώνας ξετυλίγεται μπροστά σου σαν δαντέλα, γυρίζει προς στα μέσα στο Κερατσίνι για να συνεχίσει στο Πέραμα και να ενωθεί με εκείνη της Σαλαμίνας και της Ψυτάλλειας. Αναρωτιέσαι πόσοι και πόσοι δεν έχουν αγναντέψει στο παρελθόν τούτο τον όμορφο τόπο. Αλλά και πόσο έχει αλλάξει αυτό το τοπίο μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Τα πλοία αγκυροβολημένα αρόδου, περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους για να ξεφορτώσουν το εμπόρευμά τους. Εκεί τα περιμένουν οι τεράστιοι γερανοί της COSCO που σαν υπερμεγέθη έντομα μεταφέρουν ένα ένα τα κοντέινερ στις αποβάθρες. Το βράδυ κάτω από το φως των δυνατών προβολέων μοιάζουν με απόκοσμα όντα, ενός άλλου χρόνου που εγκαταστάθηκαν βίαια στην παραλία, αλλάζοντας άξαφνα την κλίμακα όλου του τοπίου.
Ενα τοπίο βιομηχανικό. Το εργοστάσιο λιπασμάτων, το τσιμεντάδικο της ΑΓΕΤ, οι μεγάλες δεξαμενές καυσίμων, αποτελούσαν για χρόνια ολόκληρα ένα αδιαπέραστο φράγμα για τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών προς τη θάλασσα. Βρίσκονταν δίπλα της, την έβλεπαν μέσα από σιδεριές και συρματοπλέγματα, αλλά τους ήταν αδύνατον να την προσεγγίσουν.
Κι οι ασπροκόκκινες πανύψηλες καμινάδες, ισχυρά τοπόσημα να συμβολίζουν τη βιομηχανική ιστορία της περιοχής, τη μνήμη της. Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Πέραμα. Πιο πίσω η Κοκκινιά, τα Ταμπούρια, τα Μανιάτικα. Οι φτωχογειτονιές του Πειραιά που για δεκαετίες ήταν άρρηκτα δεμένες με τις δουλειές στα εργοστάσια, στα ναυπηγεία, στα διαλυτήρια, στα λιμάνια, στα πλοία.
«Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός» τα σπιτάκια, άλλα προσφυγικά κι άλλα αυθαίρετα πάνω στα βράχια, σκαρφαλωμένα όπως-όπως πάνω στις ανηφορικές πλαγιές του όρους Αιγάλεω. Καμωμένα με φτωχικά υλικά δεύτερης χρήσης ή όπως έλεγε ο Πικιώνης για τους Αθηναίους μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο: «Εκαναν αρχιτεκτονική με ό,τι έβρισκαν τριγύρω». Αρχιτεκτονική βγαλμένη ολόκληρη μέσα από την ανάγκη για αυτοστέγαση, μέσα από την ανάγκη για ζωή.
Σταδιακά μέσα στα χρόνια, τα σπιτάκια με τις αυλές γίνανε πολυκατοικίες με ανήλιους φωταγωγούς, κολλητά η μία στην άλλη. Ο ιστός της πόλης συμπιέστηκε ακόμη περισσότερο, ψήλωσε, γέμισε αυτοκίνητα. Σήμερα ασφυκτιά δίχως ίχνος πρασίνου, ελεύθερων δημόσιων χώρων που να μπορεί κανείς να περπατήσει, να καθίσει και να αναπνεύσει ελεύθερα.
Ανθρωποι που για δεκαετίες μύριζαν τη θάλασσα, αλλά δεν την έβλεπαν, ένιωθαν την αλμύρα της, αλλά τείχη ψηλά και απειλητικά τούς εμπόδιζαν να τη ζυγώσουν. Μόνο κάτι μικρά ταβερνάκια πάνω στο κύμα, μια σταλιά, στριμωγμένα ανάμεσα σε τσιμινιέρες και δεξαμενές, πρόσφεραν κάποτε φρέσκο ψάρι στις παρέες.
Σήμερα, έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες των κατοίκων, φαίνεται πως η έκταση των παλαιών βιομηχανιών δεν θα εκποιηθεί προκειμένου να χτιστεί αλύπητα, όπως τόσες άλλες που θυσιάστηκαν στον βωμό των μνημονίων. Θα δοθεί έτσι, για πρώτη φορά, στους κατοίκους των υποβαθμισμένων αυτών περιοχών του Πειραιά, η δυνατότητα να φτάσουν επιτέλους μέχρι τη θάλασσα.
Να φτάσουν μέχρι τα βράχια της ακτογραμμής, να περπατήσουν δίπλα στο κύμα, να ζήσουν από κοντά τη ζωοποιό θάλασσα, να αφήσουν το βλέμμα τους να χαθεί στο βάθος του ορίζοντα, να χαρούν τα όμορφα δειλινά, να ονειρευτούν ξανά.
Γιατί ο τόπος αυτός φέρει πάνω και μέσα του τη μύχια μνήμη αλλοτινών εποχών, συμβάντων που έλαβαν χώρα εδώ, στα ίδια βράχια, στην ίδια θάλασσα. Περπατάμε πάνω σε αμέτρητα χνάρια, πάνω σε διασκελισμούς προγόνων που άφησαν πάνω στη γη τα αόρατα σημάδια της δικής τους ζωής. Με τη φαντασία μας προσπαθούμε να υφάνουμε τον ιστό μιας αρχέγονης μνήμης που η λήθη ροκανίζει ακατάπαυστα, πιστοποιώντας τη θνητότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Της ανθρώπινης ιστορίας που γράφεται και σβήνεται διαρκώς πάνω σ’ αυτόν τον τόπο. Σ’ έναν τόπο όπου ο απόηχος ενός μακρινού και λησμονημένου παρελθόντος συνυπάρχει μυστηριωδώς μ’ ένα άγνωστο και απροσδιόριστο μέλλον. Και εκεί ακριβώς έγκειται η δική μας ευθύνη. Να παραδώσουμε αυτόν τον τόπο στις μελλοντικές γενιές όχι μόνον με το αποτύπωμα της δικής μας εποχής, αλλά ει δυνατόν κατάφορτο με όλα εκείνα που τον συγκροτούν, τον καθορίζουν και εν τέλει τον μνημονεύουν.
*Αρχιτέκτων-Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ πηγή