Προσποίηση γιορτής, του Θανάση Σκαμνάκη
Τα λαμπιόνια επινοούν μια γιορτή καθώς η γιορτή ματαιώνεται. Φορτώσαμε μπαλκόνια, σπίτια, διαδρόμους, δρόμους, δέντρα και δεντράκια με φωτεινούς καταρράκτες και προσποιούμαστε πως πανηγυρίζουμε.
Αντί να κάνουμε άσκοπες βόλτες, να χαιρετιόμαστε, να φιλιόμαστε και να ευχόμαστε ο ένας στον άλλο, συνήθειες που έτσι κι αλλιώς είχαμε εξοβελίσει από την καθημερινότητα και τις είχαμε εναποθέσει στις γιορτές (σαν μας βρήκαν ήδη με πολλή έκπτωση αξίας οι απαγορεύσεις!), αντί τα παιδιά να ψάχνουν παιχνίδια, να λένε κάλαντα, να τρώνε κεράσματα. Αντί να αιωρείται μια προσδοκία κάποιας ευτυχίας, απρόσωπης, απροσδιόριστης, χριστιανικής ή άθεης ή άλλης, και να πλανιέται αυτή η αιώνια μελαγχολία των γιορτών που περιέχει πάντα τις εικόνες όπου καιροφυλακτεί ένα καλύτερο, μια ευχή έστω. Αντί να ελπίζεις σε ένα βρέφος που συμβολίζει μια αναγέννηση. Αντί, αντί, αντί…
Αντί γι’ αυτά, η μοναξιά γενικεύεται, κάτι που ασφαλώς δεν λειτουργεί παρηγορητικά. Μονάχα διαχέει τη μελαγχολία και υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να την κάνει ελαφρότερη, πιθανόν όμως και ανήκεστη.
Τα σπίτια τα κλείσαμε ερμητικά. Κυρίως τις χαραμάδες. Να μην εισβάλουν από εκεί ανασφάλειες. Παρότι ο ιός επιβάλλει ανοιχτά παράθυρα και μπαλκόνια για να αλλάζει ο αέρας, τα κλείνουμε ασφυκτικά γιατί ο φόβος είναι το κύριο μέτωπο. Όσο απομακρύνουμε το θόρυβο των άλλων, σα να νομίζουμε πως εξορίζουμε το κακό, όπως στο δρόμο αποστρέφουμε τις ανάσες μας, τόσο εγκαθιστούμε εντός μας το φόβο. Αυτός ο φόβος δεν αποτάσσεται με μαγγανείες, όπως ο σατανάς. Τα ρήγματα μέσα μας παραμένουν ενεργά, ανοιχτές πληγές και δρόμοι. Από εκεί διεισδύει. Τον ανασαίνουμε και τον αποβάλλουμε κρατώντας το ίζημα του. Η μοναξιά δεν βρίσκει τρόπο να τον νικήσει. Τα σκυλιά μυρίζουν το φόβο, τα έχετε ακούσει πως αλυχτάνε χωρίς εμφανή λόγο και γίνονται επιθετικά - όπως και οι άνθρωποι εξ άλλου!..
Οι γιορτές ήταν πάντα το πρόσχημα των κοινωνιών για να λειτουργούν. Να συνευρίσκονται, να ξεδίνουν, να επικοινωνούν, να ξεκουράζονται οι άνθρωποι.
Τώρα σαν να τους κάθισε καλά η κατάργηση των κατά (το) σύστημα επίβουλων. Ό,τι δεν κατέλυσαν οι αιώνες το αποσάθρωσαν μέσα σε λίγα χρόνια και το εκτελούν μέσα σε μια πανδημία.
Κι ανοίγουμε την τηλεόραση. Όχι στις ειδήσεις, εκεί καιροφυλακτούν τα δηλητήρια. Να δούμε Big brother, Batchelor και πολλά άλλα συναφή, ίσως λιγότερο σκουπίδια αλλά πάντως σκουπίδια, της αποκαρδίωσης. Να σφαγιάζονται οι παίχτες κι εμείς με όλη την κακία που μας εναποθέτει η καραντίνα να πανηγυρίζουμε γιατί ερεθίζουν τις πιο σκοτεινές όψεις του εαυτού μας και του κόσμου μας.
Οπότε όσες χαραμάδες κι αν κλείσεις, η βία, ο φόβος, η ανασφάλεια, ο διπλανός νταής, ο φαλλοκράτης μπαίνουν από τις εικόνες και τους ήχους μιας οθόνης και μιας ζωής που υποβαθμίζεται σε κάθε επίπεδό της. συνέχεια πηγή
Τα λαμπιόνια επινοούν μια γιορτή καθώς η γιορτή ματαιώνεται. Φορτώσαμε μπαλκόνια, σπίτια, διαδρόμους, δρόμους, δέντρα και δεντράκια με φωτεινούς καταρράκτες και προσποιούμαστε πως πανηγυρίζουμε.
Αντί να κάνουμε άσκοπες βόλτες, να χαιρετιόμαστε, να φιλιόμαστε και να ευχόμαστε ο ένας στον άλλο, συνήθειες που έτσι κι αλλιώς είχαμε εξοβελίσει από την καθημερινότητα και τις είχαμε εναποθέσει στις γιορτές (σαν μας βρήκαν ήδη με πολλή έκπτωση αξίας οι απαγορεύσεις!), αντί τα παιδιά να ψάχνουν παιχνίδια, να λένε κάλαντα, να τρώνε κεράσματα. Αντί να αιωρείται μια προσδοκία κάποιας ευτυχίας, απρόσωπης, απροσδιόριστης, χριστιανικής ή άθεης ή άλλης, και να πλανιέται αυτή η αιώνια μελαγχολία των γιορτών που περιέχει πάντα τις εικόνες όπου καιροφυλακτεί ένα καλύτερο, μια ευχή έστω. Αντί να ελπίζεις σε ένα βρέφος που συμβολίζει μια αναγέννηση. Αντί, αντί, αντί…
Αντί γι’ αυτά, η μοναξιά γενικεύεται, κάτι που ασφαλώς δεν λειτουργεί παρηγορητικά. Μονάχα διαχέει τη μελαγχολία και υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να την κάνει ελαφρότερη, πιθανόν όμως και ανήκεστη.
Τα σπίτια τα κλείσαμε ερμητικά. Κυρίως τις χαραμάδες. Να μην εισβάλουν από εκεί ανασφάλειες. Παρότι ο ιός επιβάλλει ανοιχτά παράθυρα και μπαλκόνια για να αλλάζει ο αέρας, τα κλείνουμε ασφυκτικά γιατί ο φόβος είναι το κύριο μέτωπο. Όσο απομακρύνουμε το θόρυβο των άλλων, σα να νομίζουμε πως εξορίζουμε το κακό, όπως στο δρόμο αποστρέφουμε τις ανάσες μας, τόσο εγκαθιστούμε εντός μας το φόβο. Αυτός ο φόβος δεν αποτάσσεται με μαγγανείες, όπως ο σατανάς. Τα ρήγματα μέσα μας παραμένουν ενεργά, ανοιχτές πληγές και δρόμοι. Από εκεί διεισδύει. Τον ανασαίνουμε και τον αποβάλλουμε κρατώντας το ίζημα του. Η μοναξιά δεν βρίσκει τρόπο να τον νικήσει. Τα σκυλιά μυρίζουν το φόβο, τα έχετε ακούσει πως αλυχτάνε χωρίς εμφανή λόγο και γίνονται επιθετικά - όπως και οι άνθρωποι εξ άλλου!..
Οι γιορτές ήταν πάντα το πρόσχημα των κοινωνιών για να λειτουργούν. Να συνευρίσκονται, να ξεδίνουν, να επικοινωνούν, να ξεκουράζονται οι άνθρωποι.
Τώρα σαν να τους κάθισε καλά η κατάργηση των κατά (το) σύστημα επίβουλων. Ό,τι δεν κατέλυσαν οι αιώνες το αποσάθρωσαν μέσα σε λίγα χρόνια και το εκτελούν μέσα σε μια πανδημία.
Κι ανοίγουμε την τηλεόραση. Όχι στις ειδήσεις, εκεί καιροφυλακτούν τα δηλητήρια. Να δούμε Big brother, Batchelor και πολλά άλλα συναφή, ίσως λιγότερο σκουπίδια αλλά πάντως σκουπίδια, της αποκαρδίωσης. Να σφαγιάζονται οι παίχτες κι εμείς με όλη την κακία που μας εναποθέτει η καραντίνα να πανηγυρίζουμε γιατί ερεθίζουν τις πιο σκοτεινές όψεις του εαυτού μας και του κόσμου μας.
Οπότε όσες χαραμάδες κι αν κλείσεις, η βία, ο φόβος, η ανασφάλεια, ο διπλανός νταής, ο φαλλοκράτης μπαίνουν από τις εικόνες και τους ήχους μιας οθόνης και μιας ζωής που υποβαθμίζεται σε κάθε επίπεδό της. συνέχεια πηγή