τα καλοκαίρια εμείς δεν πηγαίναμε στη θάλασσα.
είχαμε αγοράσει βέβαια μάσκα και βατραχοπέδιλα, αλλά και τις δυο φορές που επιχειρήσαμε, γυρίσαμε πίσω. τη μία λόγω κουνουπιών και τη δεύτερη λόγω ολυμπιακών αγώνων- δεν υπήρχε τηλεόραση και τι να έκανε ο πατέρας;
είχαμε αγοράσει βέβαια μάσκα και βατραχοπέδιλα, αλλά και τις δυο φορές που επιχειρήσαμε, γυρίσαμε πίσω. τη μία λόγω κουνουπιών και τη δεύτερη λόγω ολυμπιακών αγώνων- δεν υπήρχε τηλεόραση και τι να έκανε ο πατέρας;
τη μάσκα και τα πέδιλα, κάπου τα βαλε η μάνα- ποτέ δεν τα βρήκα......
πηγαίναμε στο χωριό του πατέρα, στη δράμα. ένα χωριό όμοιο -παρόμοιο με χιλιάδες άλλα- χωρίς θάλασσα , χωρίς κάτι......
για μένα- παράδεισος.
το σπίτι της απόλυτης αναρχίας- εφιάλτης για τη μάνα μου που υπέφερε πάντα..ανάμεσα σε ζέστη, ξαφνικές μπόρες, κουνούπια και γάτες που πηγαινοέρχονταν..κόσμο που άνοιγε την πόρτα κι έπινε καφέ και φλυαρούσε για ώρες, ένα σπίτι που κοιμόταν πάντα μετά τα μεσάνυχτα...πώς να ζήσει όταν όλα ήταν τόσο αντίθετα από το δικό της πάντα κλειστό σπίτι;
ο πατέρας γινόταν αφέντης, με τα καφενεία του και τις φωνές του και extra lalge σε όλα. ποτέ του δεν ξεπέρασε τις ενοχές που έφυγε και σπούδασε κι οι άλλοι μείναν πίσω-λεφτά τους έστελνε....
εγώ, βασίλισσα σ ένα σπίτι που κανείς δε με μάλωνε- γινόμουν αυθάδης κι η μάνα δεν είχε δύναμη...
ανακατευόμουν με τα σιτάρια και τα καπνά, τάιζα κότες, αγελάδες, γινόμουν μούσκεμα με το λάστιχο, χανόμουν με τα παιδιά της γειτονιάς σε βόλτες σε κάτι βάλτους- δε θυμάμαι πια ονόματα...
η υποχρεωτική μεσημεριανή ραστώνη σήμαινε απόδραση .άνοιγα την πόρτα κι έφευγα- πολλές φορές το πλήρωσα το τίμημα...
έτρωγα την καρδιά απ το καρπούζι, την ψίχα του ψωμιού, την τελευταία κουταλιά απ τη μερέντα...είχα πάντα όλους με το μέρος μου....τι πρωτόγνωρο για μένα
όταν φεύγαμε, έκλαιγα για πολλή ώρα.
ο πατέρας ξανάβρισκε τα κανονικά του.
η μάνα ενδυόταν την εξουσία της.
όλα καλά.
δυο σπόροι από σιτάρι που χα κρύψει
έπεφταν απ το χέρι μου.
στο σπίτι θα τους πέταγα- για να μη λερώσουμε...
Ελπίδα Φουλίδου 27.7.2019