εκείνα τα ζεστά καλοκαίρια, η γειτονιά ζωντάνευε κατά τις έξι...
πρώτες ξεμυτούσαν οι γιαγιάδες με τα πλεκτά και το βλέμμα της υπομονής, αλλά και της λαχτάρας να βγουν κι οι άλλες για να επιβεβαιώσουν ότι υπάρχουν ακόμα..
μετά τα παιδιά, ανυπόμονα, φασαριόζικα, έδιναν ραντεβού στις γωνιές-ποδήλατα, μπάλες, σπρωξίματα, φωνές..
οι κύριοι, πιο αργοπορημένοι με μια νύστα από τη μεσημεριανή ραστώνη, φρεσκοξυρισμένοι, τράβαγαν για το καφενείο, με ένα τσιρότο βιαστικά βαλμένο-γιατί κόπηκαν στο ξύρισμα.
τα νέα λιγοστά, τα λόγια πολλά, οι θέσεις ίδιες.
Ο καφές και οι γεύσεις, οι μύγες που θυσιάζονταν κάτω από αυτοσχέδιες μυγοσκοτώστρες, οι βεντάλιες που ακούγονταν, οι μυρωδιές της γειτονιάς.
όλο και κάποιο κέρασμα θα υπήρχε-και δος του οι κουβέντες για τη συνταγή, μα και για το πλεκτό -την καλή και την ανάποδη- κι ένα βλέμμα ζήλιας που η γειτόνισσα το πέτυχε...
σουρούπωνε, μα όλα κυλούσαν αργά...
αργά μαζευόμασταν στα σπίτια, και μόνο οι μανάδες έσκουζαν για το μπάνιο και το συγύρισμα όλων-των παιδιών, του άντρα που δεν λεγε να γυρίσει για να ξεκουραστεί κι εκείνη..
τελευταίες οι γιαγιάδες- δεν τους άρεσε η μοναξιά τους κι η ησυχία του σπιτιού-κάτι φοβούνταν πάντα..
πρώτες θα ανοίγαν και πάλι το πρωί, για να ρίξουν νερό στο πεζοδρόμιο- να φύγει αυτή η κάψα κυρά -Καλλιόπη μου και να χαρούν που ακόμα η γειτονιά τις χαιρόταν....
ΕΛΠΙΔΑ ΦΟΥΛΙΔΟΥ·ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017