του Θωμά Σίδερη
«Το 1922 μας βάλανε σ’ ένα καράβι σωρηδόν, πολλές οικογένειες. Κι αφού μπήκαμε στο καράβι αυτό, στ’ αμπάρια, όλα κομπλέ, ξεκινάνε να μας φέρουν για την Ελλάδα…».
Με αυτό τον τρόπο ξεκινά την αφήγησή του ο Σταύρος –Σταυρίκος για τους φίλους του– Παπαβραμίδης. Ο λόγος του κυλάει και μας πάει πίσω στην εποχή που οι καραβιές των προσφύγων διέσχιζαν το Αιγαίο για να φτάσουν πρώτα στα αντίσκηνα της Μακρονήσου και στη συνέχεια στον
Πειραιά.
Πρόσφυγας πρώτης γενιάς, ο Σταυρίκος Παπαβραμίδης, 105 χρόνων σήμερα, μεγάλωσε στην Κρεμμυδαρού της Δραπετσώνας• η δική του ήταν η μία από τις τριάντα οικογένειες από την Τραπεζούντα που εγκαταστάθηκαν εκεί. Αδερφός του ο περίφημος λυράρης Νίκος Παπαβραμίδης. «Έπαιζε την ποντιακή λύρα και χαλούσε ο κόσμος», θυμάται.
«Αλλά στον πηγεμό φτάνουμε στα καβάκια [λεύκες] για να πάρει το βαπόρι νερό. Εκείνη την ημέρα είχανε πεθάνει από τη διάρροια καμιά δεκαριά άνθρωποι και τους ρίξανε μέσα σ’ ένα πηγάδι. Ποντιακά το πηγάδι το λέγανε κουίν’. Κι έλεγε η μάνα μου –μετά μου τα ’πε βέβαια αυτά γιατί ήμουνα μικρό παιδί και δεν καταλάβαινα– πως τους έσυραν να πέσουν στο κουίν’, τους ρίξανε δηλαδή όσους είχαν πεθάνει μέσα στο πηγάδι.
»Πρώτα μάς πήγανε στη Μακρόνησο. Στη Μακρόνησο απάνω είχε αντίσκηνα και μείναμε εκεί πολύ καιρό• κάνα εξάμηνο, ένα χρόνο, δε θυμάμαι. Μετά μας φέρανε στον Πειραιά. Μάλλον πρώτα μας πήγανε στο Λαύριο και μετά στον Πειραιά. Και πριν καλά-καλά προλάβουμε να πατήσουμε το πόδι μας στο χώμα, μας στείλανε στο Λοιμοκαθαρτήριο.
»Μετά από το Λοιμοκαθαρτήριο, μας πήρανε και μας πήγανε μπροστά από το Τελωνείο Πειραιά. Μας αφήκανε κάμποσες μέρες εκεί και αφού είδανε στο τέλος ότι δεν κουβαλούσαμε αρρώστιες, τότες μόνο μας αμολήσανε και φτάσαμε στη Δραπετσώνα.
»Πιτσιρίκια, βλέπαμε παντού παράγκες. Ο κόσμος έτρεχε πάνω-κάτω να κονομήσει το ψωμάκι του, τον επιούσιον που λέμε. Άκουγα τους μεγαλύτερους που λέγανε ότι μας φέρανε στη Δραπετσώνα γιατί ήταν τα εργοστάσια, για να δουλέψει ο κοσμάκης. Θυμάμαι τα Λιπάσματα, τις δεξαμενές με τα πετρέλαια, το Τσιμεντάδικο… Στου Ζαβογιάννη το λιμανάκι ήταν το γυψάδικο και τα καΐκια όλη μέρα κουβαλάγανε το γύψο.
»Οι μεγάλοι στα εργοστάσια και τα παιδιά όλη τη μέρα στους δρόμους. Τα αγόρια παίζαμε ποδόσφαιρο με τα τοπάκια. Όλη η ζωή μας ήταν η μπάλα. Το πρώτο σωματείο που κάναμε στη γειτονιά μου ήταν ο Άτλας Δραπετσώνας. Οι μεγάλοι οι άντρες έφτιαξαν ένα δικό τους, τον Ακρίτα. Ύστερα οι Σμυρνιοί κάναν τον Απόλλωνα. Οι πιο κάτω, οι Εγγλεζονησιώτες, κάναν τον Ερμή. Όλα αυτά τα σωματεία τώρα στην ίδια περιοχή.
»Τα πιο πολλά μαγαζιά ήτανε στην Κρεμμυδαρού. Η οδός αυτή ξεκινούσε από την οδό Κόνωνος, αλλά όταν μετέπειτα έγινε ο σιδηροδρομικός σταθμός, κόπηκε στα δυο. Αυτό το δεύτερο κομμάτι της άρχιζε από το σταθμό κι ερχότανε ως πάνω στις παράγκες.
Στην Κρεμμυδαρού υπήρχαν ραφτάδικα, τσαγκαράδικα, απ’ όλα. Ό,τι ήθελε ο κόσμος να βρει, εκεί έτρεχε. Εκεί υπήρχαν και τα δημόσια αφοδευτήρια. Δεξιά τους ήταν ο Άγιος Φανούριος και οι παράγκες. Τα λέγαμε “αμερικάνικα”.
Ήτανε στη σειρά καμιά δεκαπενταριά, μπορεί και είκοσι αφοδευτήρια, και όλοι οι πρόσφυγες από τις παράγκες πηγαίνανε εκεί. Κάποιες οικογένειες Ποντίων, όμως, είχανε φτιάξει τουαλέτες δίπλα από τις παράγκες τους. Αλλά οι περισσότεροι πήγαιναν στις δημόσιες.
»Εμείς στην Κρεμμυδαρού ήμασταν καμιά τριανταριά οικογένειες από την Τραπεζούντα. Πιο κάτω ήταν οι Κοτυωρίτες –από τα Κοτύωρα του Πόντου, κάποιοι τα λένε και Ορντού, που πάει να πει στρατόπεδο–, παρακάτω ήταν οι Κερασούντιοι. Ειδικά αυτοί οι Κερασούντιοι ήταν πονεμένες ψυχές. Στείλανε τον Κεμάλ να τους προστατέψει την εποχή εκείνη και ο Κεμάλ μάζεψε τα γυναικόπαιδα στην παραλία και τους έβαλε σ’ ένα διώροφο και τους έβαλε φωτιά και τους έκαψε.
»Εγώ μεγάλωσα μέσα σ’ ένα μπακάλικο. Ήτανε απέναντι από το σπίτι μου. Ένα σωρό παιδιά μαζευόμαστε εκεί πέρα. Ερχόταν ο κόσμος και ήθελε να ψωνίσει βερεσέ. Τους έγραφε ο μπακάλης στο τεφτέρι. Άλλος ένα πενηνταράκι σάλτσα, άλλος μια δραχμή λάδι. Όταν με πρωτοπήγε η μάνα μου στο μπακάλικο ήμουνα μωρό και λερωνόμουνα πάνω μου. Η μάνα μου δούλευε και με καθάριζε η μάνα του φίλου μου, του Θανάση του Κακουλίδη. Ο πατέρας του, εκτός από μπακάλης, έφτιαχνε και τσόκαρα. Τα χρόνια εκείνα τα τσόκαρα ήτανε ψηλά και τα τακούνια τα κάρφωνε με το σκεπάρνι. Ήξερε, βέβαια, γιατί στον Πόντο έφτιαχνε τσαρούχια. Ζούσανε μια ζωή ωραία εκεί. Παρακάτω από το μπακάλικο ήταν ένα άλλο μπακάλικο, του Παυλίδη, πατριώτης μου κι αυτός, πιο κάτω ήταν ο Κοτυωρίτης ο Τερζανίδης, παρακάτω ήταν ένας Σμυρνιός ο Φωτάκης, πιο κάτω είχε ένα καφεπωλείο και έναν φούρνο που τον είχανε τέσσερα αδέλφια. Εκεί κοντά ήταν και ένας πατριώτης μας που έφτιαχνε παντελόνια. Υπήρχαν πολλοί ραφτάδες και μπαλωματήδες στην Κρεμμυδαρού.
»Πολλή φτώχεια είχαν αυτοί που ερχόντουσαν από τα νησιά και έμεναν πριν από το σταθμό, στο ΣΕΚ. Παίρνανε μια λαμαρίνα, δυο ξύλα και μια κουρελού και φτιάχνανε σπίτια. Τα “χιώτικα” λέγαμε, δεν ξέραμε γιατί λεγόντουσαν έτσι, αλλά εμείς έτσι τα λέγαμε, μπορεί επειδή να ήτανε πρόσφυγες που πρώτα τους πήγε το βαπόρι στη Χίο. Παραδίπλα ήταν το Καστράκι, εκεί μένανε Σινωπίτες, από τη Σινώπη του Πόντου, καμιά εκατοστή οικογένειες μένανε εκεί. Όλους αυτούς τους “σηκώσανε” από εκεί μετά τον πόλεμο του ’40 και τους πήγανε στην Αμφιάλη, σε κάτι πέτρινα σπίτια που φτιάξανε και τους δώσανε».
* Η μαρτυρία του Στ. Παπαβραμίδη περιέχεται στο βιβλίο «Το αποτύπωμα της μνήμης», εκδ. Νότιος Άνεμος, 2017. πηγή
«Το 1922 μας βάλανε σ’ ένα καράβι σωρηδόν, πολλές οικογένειες. Κι αφού μπήκαμε στο καράβι αυτό, στ’ αμπάρια, όλα κομπλέ, ξεκινάνε να μας φέρουν για την Ελλάδα…».
Με αυτό τον τρόπο ξεκινά την αφήγησή του ο Σταύρος –Σταυρίκος για τους φίλους του– Παπαβραμίδης. Ο λόγος του κυλάει και μας πάει πίσω στην εποχή που οι καραβιές των προσφύγων διέσχιζαν το Αιγαίο για να φτάσουν πρώτα στα αντίσκηνα της Μακρονήσου και στη συνέχεια στον
Πειραιά.
Πρόσφυγας πρώτης γενιάς, ο Σταυρίκος Παπαβραμίδης, 105 χρόνων σήμερα, μεγάλωσε στην Κρεμμυδαρού της Δραπετσώνας• η δική του ήταν η μία από τις τριάντα οικογένειες από την Τραπεζούντα που εγκαταστάθηκαν εκεί. Αδερφός του ο περίφημος λυράρης Νίκος Παπαβραμίδης. «Έπαιζε την ποντιακή λύρα και χαλούσε ο κόσμος», θυμάται.
«Αλλά στον πηγεμό φτάνουμε στα καβάκια [λεύκες] για να πάρει το βαπόρι νερό. Εκείνη την ημέρα είχανε πεθάνει από τη διάρροια καμιά δεκαριά άνθρωποι και τους ρίξανε μέσα σ’ ένα πηγάδι. Ποντιακά το πηγάδι το λέγανε κουίν’. Κι έλεγε η μάνα μου –μετά μου τα ’πε βέβαια αυτά γιατί ήμουνα μικρό παιδί και δεν καταλάβαινα– πως τους έσυραν να πέσουν στο κουίν’, τους ρίξανε δηλαδή όσους είχαν πεθάνει μέσα στο πηγάδι.
»Πρώτα μάς πήγανε στη Μακρόνησο. Στη Μακρόνησο απάνω είχε αντίσκηνα και μείναμε εκεί πολύ καιρό• κάνα εξάμηνο, ένα χρόνο, δε θυμάμαι. Μετά μας φέρανε στον Πειραιά. Μάλλον πρώτα μας πήγανε στο Λαύριο και μετά στον Πειραιά. Και πριν καλά-καλά προλάβουμε να πατήσουμε το πόδι μας στο χώμα, μας στείλανε στο Λοιμοκαθαρτήριο.
»Μετά από το Λοιμοκαθαρτήριο, μας πήρανε και μας πήγανε μπροστά από το Τελωνείο Πειραιά. Μας αφήκανε κάμποσες μέρες εκεί και αφού είδανε στο τέλος ότι δεν κουβαλούσαμε αρρώστιες, τότες μόνο μας αμολήσανε και φτάσαμε στη Δραπετσώνα.
»Πιτσιρίκια, βλέπαμε παντού παράγκες. Ο κόσμος έτρεχε πάνω-κάτω να κονομήσει το ψωμάκι του, τον επιούσιον που λέμε. Άκουγα τους μεγαλύτερους που λέγανε ότι μας φέρανε στη Δραπετσώνα γιατί ήταν τα εργοστάσια, για να δουλέψει ο κοσμάκης. Θυμάμαι τα Λιπάσματα, τις δεξαμενές με τα πετρέλαια, το Τσιμεντάδικο… Στου Ζαβογιάννη το λιμανάκι ήταν το γυψάδικο και τα καΐκια όλη μέρα κουβαλάγανε το γύψο.
»Οι μεγάλοι στα εργοστάσια και τα παιδιά όλη τη μέρα στους δρόμους. Τα αγόρια παίζαμε ποδόσφαιρο με τα τοπάκια. Όλη η ζωή μας ήταν η μπάλα. Το πρώτο σωματείο που κάναμε στη γειτονιά μου ήταν ο Άτλας Δραπετσώνας. Οι μεγάλοι οι άντρες έφτιαξαν ένα δικό τους, τον Ακρίτα. Ύστερα οι Σμυρνιοί κάναν τον Απόλλωνα. Οι πιο κάτω, οι Εγγλεζονησιώτες, κάναν τον Ερμή. Όλα αυτά τα σωματεία τώρα στην ίδια περιοχή.
»Τα πιο πολλά μαγαζιά ήτανε στην Κρεμμυδαρού. Η οδός αυτή ξεκινούσε από την οδό Κόνωνος, αλλά όταν μετέπειτα έγινε ο σιδηροδρομικός σταθμός, κόπηκε στα δυο. Αυτό το δεύτερο κομμάτι της άρχιζε από το σταθμό κι ερχότανε ως πάνω στις παράγκες.
Στην Κρεμμυδαρού υπήρχαν ραφτάδικα, τσαγκαράδικα, απ’ όλα. Ό,τι ήθελε ο κόσμος να βρει, εκεί έτρεχε. Εκεί υπήρχαν και τα δημόσια αφοδευτήρια. Δεξιά τους ήταν ο Άγιος Φανούριος και οι παράγκες. Τα λέγαμε “αμερικάνικα”.
Ήτανε στη σειρά καμιά δεκαπενταριά, μπορεί και είκοσι αφοδευτήρια, και όλοι οι πρόσφυγες από τις παράγκες πηγαίνανε εκεί. Κάποιες οικογένειες Ποντίων, όμως, είχανε φτιάξει τουαλέτες δίπλα από τις παράγκες τους. Αλλά οι περισσότεροι πήγαιναν στις δημόσιες.
»Εμείς στην Κρεμμυδαρού ήμασταν καμιά τριανταριά οικογένειες από την Τραπεζούντα. Πιο κάτω ήταν οι Κοτυωρίτες –από τα Κοτύωρα του Πόντου, κάποιοι τα λένε και Ορντού, που πάει να πει στρατόπεδο–, παρακάτω ήταν οι Κερασούντιοι. Ειδικά αυτοί οι Κερασούντιοι ήταν πονεμένες ψυχές. Στείλανε τον Κεμάλ να τους προστατέψει την εποχή εκείνη και ο Κεμάλ μάζεψε τα γυναικόπαιδα στην παραλία και τους έβαλε σ’ ένα διώροφο και τους έβαλε φωτιά και τους έκαψε.
»Εγώ μεγάλωσα μέσα σ’ ένα μπακάλικο. Ήτανε απέναντι από το σπίτι μου. Ένα σωρό παιδιά μαζευόμαστε εκεί πέρα. Ερχόταν ο κόσμος και ήθελε να ψωνίσει βερεσέ. Τους έγραφε ο μπακάλης στο τεφτέρι. Άλλος ένα πενηνταράκι σάλτσα, άλλος μια δραχμή λάδι. Όταν με πρωτοπήγε η μάνα μου στο μπακάλικο ήμουνα μωρό και λερωνόμουνα πάνω μου. Η μάνα μου δούλευε και με καθάριζε η μάνα του φίλου μου, του Θανάση του Κακουλίδη. Ο πατέρας του, εκτός από μπακάλης, έφτιαχνε και τσόκαρα. Τα χρόνια εκείνα τα τσόκαρα ήτανε ψηλά και τα τακούνια τα κάρφωνε με το σκεπάρνι. Ήξερε, βέβαια, γιατί στον Πόντο έφτιαχνε τσαρούχια. Ζούσανε μια ζωή ωραία εκεί. Παρακάτω από το μπακάλικο ήταν ένα άλλο μπακάλικο, του Παυλίδη, πατριώτης μου κι αυτός, πιο κάτω ήταν ο Κοτυωρίτης ο Τερζανίδης, παρακάτω ήταν ένας Σμυρνιός ο Φωτάκης, πιο κάτω είχε ένα καφεπωλείο και έναν φούρνο που τον είχανε τέσσερα αδέλφια. Εκεί κοντά ήταν και ένας πατριώτης μας που έφτιαχνε παντελόνια. Υπήρχαν πολλοί ραφτάδες και μπαλωματήδες στην Κρεμμυδαρού.
»Πολλή φτώχεια είχαν αυτοί που ερχόντουσαν από τα νησιά και έμεναν πριν από το σταθμό, στο ΣΕΚ. Παίρνανε μια λαμαρίνα, δυο ξύλα και μια κουρελού και φτιάχνανε σπίτια. Τα “χιώτικα” λέγαμε, δεν ξέραμε γιατί λεγόντουσαν έτσι, αλλά εμείς έτσι τα λέγαμε, μπορεί επειδή να ήτανε πρόσφυγες που πρώτα τους πήγε το βαπόρι στη Χίο. Παραδίπλα ήταν το Καστράκι, εκεί μένανε Σινωπίτες, από τη Σινώπη του Πόντου, καμιά εκατοστή οικογένειες μένανε εκεί. Όλους αυτούς τους “σηκώσανε” από εκεί μετά τον πόλεμο του ’40 και τους πήγανε στην Αμφιάλη, σε κάτι πέτρινα σπίτια που φτιάξανε και τους δώσανε».
* Η μαρτυρία του Στ. Παπαβραμίδη περιέχεται στο βιβλίο «Το αποτύπωμα της μνήμης», εκδ. Νότιος Άνεμος, 2017. πηγή