Οι εκλογές έβαλαν οριστικό τέλος στις ψευδαισθήσεις. Η καταδίκη της πολιτικής της λιτότητας, σηματοδοτεί τη συνειδητοποίηση από πλευράς ελλήνων της αλήθειας για όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και όσα υφίσταται η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ο μύθος δηλαδή των “καλών” μεταρρυθμίσεων, που από στοργική φροντίδα μας επέβαλαν οι εταίροι μας, μέσω των μνημονίων, προκειμένου να γίνουμε μια… κανονική χώρα, με παραγωγική δομή και ανταγωνιστική οικονομία, διαψεύσθηκε μετά από πέντε χρόνια σκληρής λιτότητας, βαριάς ύφεσης της οικονομίας και πλήρους κατάρρευσης του παραγωγικού ιστού.
Ταυτόχρονα, τα χρόνια αυτά η ανεργία αυξήθηκε επικίνδυνα, αγγίζοντας πρωτόγνωρα για Ευρωπαϊκά κράτη ποσοστά, το ανθρώπινο δυναμικό απαξιώθηκε και καταρρακώθηκε, ενώ η ελπίδα της χώρας για μια παραγωγική ανάκαμψη, οι ικανοί δηλαδή και μορφωμένοι νέοι άνθρωποι, εγκατέλειψαν τη χώρα προς εύρεση καλύτερων συνθηκών εργασίας. Κι όλα αυτά έγιναν με μόνο άλλοθι την αποπληρωμή του χρέους, το οποίο στα χρόνια της λιτότητας εκτοξεύθηκε από το 120% στο 180% του ΑΕΠ…
Τα διεθνή στοιχεία επιβεβαιώνουν πλήρως την αντίληψη που το εκλογικό σώμα εξέφρασε μέσω των πρόσφατων εκλογών. Η ετήσια έκθεση της Credit Swiss για την κατανομή του πλούτου στον πλανήτη, μας τοποθετεί στις χώρες με τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ενώ δηλαδή το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, η λεγόμενη ολιγαρχία της παγκοσμιοποίησης, κατέχει το 46% του παγκόσμιου πλούτου κι ενώ η Ελλάδα, προ κρίσης, βρίσκονταν ακριβώς στο μέσο όρο, σήμερα, μετά από έξι χρόνια λιτότητας, η οικονομική ολιγαρχία του 1% του ελληνικού πληθυσμού, αύξησε τα κέρδη της και έφτασε να κατέχει το 56% του εθνικού πλούτου. Κάποιοι δηλαδή, όχι απλώς δεν πλήρωσαν ό,τι τους αναλογούσε για να ξελασπώσει η χώρα, αλλά απεναντίας, βγήκαν και κερδισμένοι από την κρίση.
Τα διεθνή στοιχεία επιβεβαιώνουν πλήρως την αντίληψη που το εκλογικό σώμα εξέφρασε μέσω των πρόσφατων εκλογών. Η ετήσια έκθεση της Credit Swiss για την κατανομή του πλούτου στον πλανήτη, μας τοποθετεί στις χώρες με τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ενώ δηλαδή το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, η λεγόμενη ολιγαρχία της παγκοσμιοποίησης, κατέχει το 46% του παγκόσμιου πλούτου κι ενώ η Ελλάδα, προ κρίσης, βρίσκονταν ακριβώς στο μέσο όρο, σήμερα, μετά από έξι χρόνια λιτότητας, η οικονομική ολιγαρχία του 1% του ελληνικού πληθυσμού, αύξησε τα κέρδη της και έφτασε να κατέχει το 56% του εθνικού πλούτου. Κάποιοι δηλαδή, όχι απλώς δεν πλήρωσαν ό,τι τους αναλογούσε για να ξελασπώσει η χώρα, αλλά απεναντίας, βγήκαν και κερδισμένοι από την κρίση.
Από την άλλη πλευρά, η Γαλλική Liberation αποκαλύπτει σε πρόσφατο άρθρο της ότι η Γαλλική κυβέρνηση κέρδισε από την ελληνική κρίση περί τα 2 δις Ευρώ τα τελευταία χρόνια. Αντίστοιχα βεβαίως, αν όχι και περισσότερα κέρδη, αποκόμισαν και οι Γερμανοί, άσχετο αν δεν το αποκαλύπτουν.
Τόσο λοιπόν στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, κάποιοι κερδίζουν από την πολιτική που επέβαλαν τα μνημόνια. Αυτή ακριβώς η παρατήρηση βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής της λιτότητας, που με αφορμή και πρόσχημα την αντιμετώπιση του χρέους, εφαρμόστηκε από τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη στην περίπτωση της Ελλάδας.
Το πρόβλημα συνεπώς με τον τρόπο που αντιμετωπίζει η συντηρητική Ευρώπη την ελληνική κρίση δεν είναι καθόλου τεχνοκρατικό, αλλά αντίθετα, είναι βαθειά πολιτικό. Η διαφορά μας δηλαδή με την Μερκελική Ευρώπη δεν ανάγεται ούτε σε διαφορετικές εκτιμήσεις οικονομικών μεγεθών, ούτε όμως και αφορά την επιλογή της καλύτερης τεχνικής αποπληρωμής του χρέους. Η διαφορά μας συνίσταται στο ότι η ελληνική κυβέρνηση που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές, έλαβε εντολή από τον ελληνικό λαό να αμφισβητήσει τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, που με πολιορκητικό κριό τη λιτότητα για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, εξασφαλίζει τη συγκέντρωση μεγάλων κερδών για τη νέα ευρωπαϊκή οικονομική ολιγαρχία.
Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Διότι τούτων δοθέντων, είναι σαφές ότι η συντηρητική Ευρώπη όχι απλώς δεν θα επιτρέψει στη μικρή Ελλάδα να αμφισβητήσει την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική της, αλλά πολύ περισσότερο, θα προσπαθήσει να πνίξει κάθε φωνή αντίθεσης και αντίδρασης στην Ευρώπη. Σε αυτό συμφωνούν όλοι οι διεθνείς αναλυτές. Από τον δικό μας Κώστα Γαβρά, μέχρι τον Αμερικανό Ναόμ Τσόμσκι. Αυτό άλλωστε εννούσε και ο ίδιος ο Σόιμπλε στις πρόσφατες δηλώσεις του περί κυρώσεων σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της δανειοδότησής της.
Που σημαίνει ότι όλοι συμφωνούν, ότι την κυβέρνηση Τσίπρα την περιμένουν δύσκολες μέρες. Καθώς οι Ευρωπαίοι, που αυτή τη στιγμή κρατούν στα χέρια τους την οικονομία μιας χώρας στο χείλος της καταστροφής, θα προσπαθήσουν να στριμώξουν τους «επαναστάτες» Έλληνες με δύο τρόπους. Είτε εκβιάζοντας μια συμβιβαστική λύση, που στο εσωτερικό της χώρας θα παρουσιαστεί κατάλληλα σαν ατιμωτική υποταγή, είτε από την άλλη, ωθώντας την ελληνική κυβέρνηση σε μια υπερήφανη ρήξη, που όμως θα οδηγούσε σε πιστωτικό γεγονός και εντέλει σε χρεωκοπία.
Το μεν πρώτο ενδεχόμενο, της λεγόμενης… κωλοτούμπας, είναι αμφίβολο αν θα το αντέξει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αυτό θα είχε απρόβλεπτες επιπτώσεις στο εσωκομματικό πεδίο και εντέλει και στην κυβερνητική συνοχή. Όσο για το δεύτερο ενδεχόμενο, της χρεωκοπίας, αυτό είναι σαφές ότι δεν θα το αντέξει η ταλαιπωρημένη και καθημαγμένη ελληνική κοινωνία, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη βιωσιμότητα της ελληνικής κυβέρνησης και τη σταθερότητα του πολιτκού μας συστήματος. Η λύση άλλωστε μιας κυβέρνησης «τεχνοκρατών» τύπου Παπαδήμου καιροφυλακτεί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς βρίσκεται έτοιμη στα συρτάρια των ευρωπαίων εταίρων μας και περιμένει την κατάλληλη στιγμή.
Εξέχουσα σημασία έχει πάντως σήμερα να συνειδητοποιηθεί ότι μεταξύ υπερήφανης ρήξης και ταπεινωτικής υποταγής, υπάρχει ικανός χώρος για στρατηγικές κινήσεις και προσεκτικούς ελιγμούς. Παράδειγμα η πρόσφατη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, την οποία οι λογής άκαμπτοι υποστηρικτές της ιδεολογικής καθαρότητας βιάστηκαν να υποδεχθούν ως ταπεινωτικό συμβιβασμό, από την οποία όμως η χώρα μας βγήκε πολλαπλά κερδισμένη, τουλάχιστον σε σχέση με την προ των εκλογών κατάσταση.
Πρώτα γιατί μετά από την επίμονη διαπραγμάτευση, το ελληνικό ζήτημα ετέθη επιτέλους επί τάπητος και σύμπασα η Ευρώπη πλέον και το γνωρίζει και το συζητά.
Δεύτερον γιατί ξεφύγαμε από τι ασφυκτικές προθεσμίες και κερδίσαμε χρόνο, προκειμένου να αναδιατάξουμε τις δυνάμεις μας και να ξεδιπλώσουμε τη δική μας πολιτική.
Τρίτο, γιατί η απόρριψη της τρόικας και η αντικατάστασή της από τους θεσμούς, όσο κι αν ακούγεται σαν επικοινωνιακό παιχνίδι με τις λέξεις, πέτυχε να αναβαθμίσει τη θέση μας. Καθώς ανέδειξε, για πρώτη φορά και υποχρέωσε και τους εταίρους μας να το αποδεχτούν, ότι η ελληνική κρίση χρέους δεν είναι τεχνοκρατικής τάξεως ζήτημα, για να απασχολεί διοικητικά στελέχη των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά αντίθετα, συνιστά μείζον πολιτικό ζήτημα, που πρέπει να αντιμετωπίζεται στα αντίστοιχα πολιτικά όργανα, όπως το Συμβούλιο Κορυφής, το Eurogroup κλπ.
Και τέλος, η χαλάρωση των υψηλών δεικτών για το πρωτογενές πλεόνασμα κατά δύο και πλέον μονάδες, έθεσε στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης κάποια δις Ευρώ, προκειμένου να αποκαταστήσει αδικίες και να ανακουφίσει τα πληττόμενα από την κρίση και την ανεργία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Και αυτά τα κέρδη, σε σύγκριση με τις απαιτήσεις του λεγόμενου Εμαίηλ Χαρδούβελη, που αποτελούσε τη μέχρι χτες πραγματικότητα, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα…
Όσο λοιπόν η αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής πολιτικής έρχεται μόνο από τη μικρή Ελλάδα, η μόνη ασπίδα σωτηρίας της ελληνικής κυβέρνησης είναι το αρραγές εσωτερικό μέτωπο.
Αν η κυβέρνηση Τσίπρα φτάσει, χωρίς σοβαρές απώλειες, μέχρι το φθινόπωρο, κινούμενη προσεκτικά και επιδέξια, στο πρότυπο της Αριστοτελικής μεσότητας, μεταξύ ρήξης και υποταγής, καταφέρνοντας με τον τρόπο αυτόν να διατηρήσει τόσο την εσωτερική της συνοχή, όσο και την κοινωνική αποδοχή που σήμερα απολαμβάνει, τότε τα πράγματα ίσως γίνουν ευνοϊκότερα. Καθώς οι εκλογές στην Ισπανία φαίνεται ότι θα προσθέσουν ακόμη έναν σύμμαχο στον αγώνα μας για μια άλλη Ευρώπη, με ανθρώπινο πρόσωπο.
* Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι καθηγητής και πρώην πρύτανης του ΑΠΘ