Αρχές δεκαετίας του ΄70. Ήταν μια άλλη εποχή. Θυμάμαι το δάσκαλό μας, αυστηρός όσο δεν έπαιρνε, όμως ήταν δίκαιος, δεν χαριζόταν σε κανέναν. Δεν έβλεπε «καλό» η «κακό» μαθητή, πλούσιο ή φτωχό. Η βέργα από λυγαριά πρώτα στου γιου του τα χέρια έβρισκε πεδίο εφαρμοσμένης παιδαγωγικής, όταν ο Δημητράκης έπεφτε σε παραστράτημα.
Στην ημερήσια διάταξη σωφρονισμού η αφεντιά μου κι ο Παναγιώτης ο Ζορμπάς. βλέπεις τού κάναμε το βίο αβίωτο. Μα έλα που το χαιρόμασταν, μα έλα που μάς έδερνε και γελούσαμε. Μέρα με τη μέρα αυξανόταν η ζωηράδα μας, αυξάνονταν και οι ξυλιές. Δυνάμωνε κι εμάς το πείσμα και όσες βεργιές κι αν τρώγαμε, συνέχιζε το χαμόγελο, πικρό μα συνέχιζε!
Τον άνθρωπο, το λέω και το εννοώ -γιατί ήταν Άνθρωπος - κάποια μέρα τον έβγαλα από τα ρούχα του. Η αγανάκτησή του έφτασε στο έσχατο σημείο και μού εκστόμισε την ευχή–κατάρα:
- Να γιν’ς βρε μια μέρα δάσκαλους τσι ‘συ , να δεις τι τραβώ απί ‘σένα.
- Να γιν’ς βρε μια μέρα δάσκαλους τσι ‘συ , να δεις τι τραβώ απί ‘σένα.
Τα χρόνια πέρασαν, μα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες που ανοίγουν τα σχολειά, σκέφτομαι ότι έγινα δάσκαλος από μιαν ευχή – κατάρα. Εκείνη τη μέρα η φωνή του δασκάλου ήταν πεσμένη, ξεψυχισμένη από την απόγνωση. Πέρασε καιρός για να καταλάβω το δώρο που μού έκανε. Η φωνή αυτή δεν έσβησε ποτέ. ΄Ισα – ίσα που χρόνο με το χρόνο δυναμώνει στ’ αυτιά μου. Είναι η φωνή της συνείδησης του δασκάλου:- Να γιν’ς βρε μια μέρα δάσκαλους τσι ‘συ , να δεις τι τραβώ απί ‘σένα.
Δάσκαλέ μου σ’ ευχαριστώ